Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 73 - 108 of 1067
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Εγκλωβισμός στην ακτογραμμή
Αγγλικός όρος:
Containment on land
Μετάφραση:
Containment on land
Ελληνικός όρος:
Έγκριση
Αγγλικός όρος:
Approval
Μετάφραση:
Approval
Ελληνικός όρος:
Έγκυες εργαζόμενες
Αγγλικός όρος:
Pregnant workers
Μετάφραση:
Pregnant workers
Ελληνικός όρος:
Εγκύκλιος
Αγγλικός όρος:
Circular
Μετάφραση:
Circular
Ελληνικός όρος:
Εγκυμοσύνη
Αγγλικός όρος:
Pregnancy
Μετάφραση:
Pregnancy
Ελληνικός όρος:
Έγκυος
Αγγλικός όρος:
Pregnant woman
Μετάφραση:
Pregnant woman
Ελληνικός όρος:
Εγκυρότητα
Αγγλικός όρος:
Validity
Μετάφραση:
Validity
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο Αναλυτικών Μεθόδων
Αγγλικός όρος:
Manual of Analytical Methods
Μετάφραση:
Manual of Analytical Methods
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο διαδικασιών
Αγγλικός όρος:
Procedural Manual
Μετάφραση:
Procedural Manual
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο δοκιμών και κριτηρίων
Αγγλικός όρος:
Manual of tests and criteria
Μετάφραση:
Manual of tests and criteria
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο Έρευνας και Διάσωσης Εμπορικών Πλοίων
Αγγλικός όρος:
Merchant Ship Search and Rescue Manual, MERSAR
Μετάφραση:
Merchant Ship Search and Rescue Manual, MERSAR
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality manual
Μετάφραση:
Quality manual
Ελληνικός όρος:
Εγχειρίδιο ρύπανσης από πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
Manual on oil pollution
Μετάφραση:
Manual on oil pollution
Ελληνικός όρος:
Έγχυση εντός διατρήσεων
Αγγλικός όρος:
Injection into drilled holes
Μετάφραση:
Injection into drilled holes
Ελληνικός όρος:
Εθιμικό δίκαιο
Αγγλικός όρος:
Common law
Μετάφραση:
Common law
Ελληνικός όρος:
Εθισμός
Αγγλικός όρος:
Addiction
Μετάφραση:
Addiction
Ελληνικός όρος:
Εθνικές αρχές
Αγγλικός όρος:
National authorities
Μετάφραση:
National authorities
Ελληνικός όρος:
Εθνική απόκλιση
Αγγλικός όρος:
National deviation
Μετάφραση:
National deviation
Ελληνικός όρος:
Εθνική Επιτροπή για την Επαγγελματική Υγεία και Ασφάλεια (Αυστραλία)
Αγγλικός όρος:
National Occupational Health and Safety Commission (Australia)
Μετάφραση:
National Occupational Health and Safety Commission (Australia)
Ελληνικός όρος:
Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
Αγγλικός όρος:
National General Collective Agreement, EGSSE
Μετάφραση:
National General Collective Agreement, EGSSE
Ελληνικός όρος:
Εθνική Συμβουλευτική Επιτροπή για την Επαγγελματική Υγεία και Ασφάλεια (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
National Advisory Committee on Occupational Safety and Health (USA)
Μετάφραση:
National Advisory Committee on Occupational Safety and Health (USA)
Ελληνικός όρος:
Εθνική τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
National standardization
Μετάφραση:
National standardization
Ελληνικός όρος:
Εθνική Υπηρεσία Τεχνικής Πληροφόρησης (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
National Technical Information Service (NTIS)
Μετάφραση:
National Technical Information Service (NTIS)
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας
Αγγλικός όρος:
Greek Research and Technology Network, GRNET
Μετάφραση:
Greek Research and Technology Network, GRNET
Ελληνικός όρος:
Εθνικό δίκτυο πληροφοριών
Αγγλικός όρος:
National information network
Μετάφραση:
National information network
Ελληνικός όρος:
Εθνικό επίπεδο
Αγγλικός όρος:
National level
Μετάφραση:
National level
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Αγγλικός όρος:
National Hellenic Research Foundation, NHRF
Μετάφραση:
National Hellenic Research Foundation, NHRF
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ινστιτούτο Αμερικανικών Προτύπων
Αγγλικός όρος:
American National Standards Institution, ANSI
Μετάφραση:
American National Standards Institution, ANSI
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ινστιτούτο για την Επαγγελματική Υγεία και Ασφάλεια (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
National Institute for Occupational Safety and Health, NIOSH
Μετάφραση:
National Institute for Occupational Safety and Health, NIOSH
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Ασφάλειας και Πρόληψης (Ιταλία)
Αγγλικός όρος:
National Institute of Occupational Safety and Prevention (Italy)
Μετάφραση:
National Institute of Occupational Safety and Prevention (Italy)
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας και Ασφάλειας (Γαλλία)
Αγγλικός όρος:
National Research and Safety Institute, INRS
Μετάφραση:
National Research and Safety Institute, INRS
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Κέντρο Έρευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος»
Αγγλικός όρος:
National Centre for Scientific Research "Demokritos"
Μετάφραση:
National Centre for Scientific Research "Demokritos"
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης
Αγγλικός όρος:
National Documentation Centre
Μετάφραση:
National Documentation Centre
Ελληνικός όρος:
Εθνικό πρότυπο
Αγγλικός όρος:
National standard
Μετάφραση:
National standard
Ελληνικός όρος:
Εθνικό Σύστημα Υγείας
Αγγλικός όρος:
Greek National Health System
Μετάφραση:
Greek National Health System
Ελληνικός όρος:
Εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης περιστατικών ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο και άλλες επιβλαβείς ουσίες
Αγγλικός όρος:
National contingency plan, NCP
Μετάφραση:
National contingency plan, NCP
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Τρέχουσα σελίδα
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »