Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1657 - 1692 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βενζυλοκυανίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzyl cyanide, Phenylacetonitrile
Μετάφραση:
Benzyl cyanide, Phenylacetonitrile
Ελληνικός όρος:
Βενζυλοχλωρίδιο ή α-χλωροτολουόλιο ή χλωριούχο βενζύλιο ή χλωροβενζύλιο
Αγγλικός όρος:
Benzyl chloride, α-chlorotoluene
Μετάφραση:
Benzyl chloride, α-chlorotoluene
Ελληνικός όρος:
Βενομύλιο
Αγγλικός όρος:
Benomyl
Μετάφραση:
Benomyl
Ελληνικός όρος:
Βερατραλδεΰδη ή 3,4-διμεθοξυβενζαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Veratraldehyde or 3,4-dimethoxybenzaldehyde
Μετάφραση:
Veratraldehyde or 3,4-dimethoxybenzaldehyde
Ελληνικός όρος:
Βερνίκι
Αγγλικός όρος:
Varnish
Μετάφραση:
Varnish
Ελληνικός όρος:
Βερνικώματα
Αγγλικός όρος:
Varnishing
Μετάφραση:
Varnishing
Ελληνικός όρος:
Βεταΐνη
Αγγλικός όρος:
Betaine, trimethylglycine
Μετάφραση:
Betaine, trimethylglycine
Ελληνικός όρος:
Βήμα έλικα
Αγγλικός όρος:
Propeller pitch
Μετάφραση:
Propeller pitch
Ελληνικός όρος:
Βηματική απόκριση
Αγγλικός όρος:
Step response
Μετάφραση:
Step response
Ελληνικός όρος:
Βηματική μεταβολή
Αγγλικός όρος:
Step change
Μετάφραση:
Step change
Ελληνικός όρος:
Βηρυλλία
Αγγλικός όρος:
Beryllium oxide, beryllia
Μετάφραση:
Beryllium oxide, beryllia
Ελληνικός όρος:
Βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium, Be
Μετάφραση:
Beryllium, Be
Ελληνικός όρος:
Βηρυλλίωση
Αγγλικός όρος:
Berylliosis, beryllium disease
Μετάφραση:
Berylliosis, beryllium disease
Ελληνικός όρος:
Βήχας
Αγγλικός όρος:
Cough
Μετάφραση:
Cough
Ελληνικός όρος:
Βία
Αγγλικός όρος:
Violence
Μετάφραση:
Violence
Ελληνικός όρος:
Βιβλιάριο υγείας
Αγγλικός όρος:
Health record card
Μετάφραση:
Health record card
Ελληνικός όρος:
Βίδα ή κοχλίας ή στριφώνι ή μπουλόνι
Αγγλικός όρος:
Screw, bolt
Μετάφραση:
Screw, bolt
Ελληνικός όρος:
Βιδωτό βύσμα
Αγγλικός όρος:
Threaded plug
Μετάφραση:
Threaded plug
Ελληνικός όρος:
Βινκλοζολίνη
Αγγλικός όρος:
Vinclozolin
Μετάφραση:
Vinclozolin
Ελληνικός όρος:
Βινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Vinyl ether
Μετάφραση:
Vinyl ether
Ελληνικός όρος:
Βινυλαιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Vinyl ethyl ether
Μετάφραση:
Vinyl ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Βινυλιδενοφθορίδιο ή 1,1-διφθοροαιθυλένιο ή 1,1-διφθοροαιθένιο
Αγγλικός όρος:
Vinylidene fluoride or 1,1-difluoroethylene or 1,1-difluoroethene
Μετάφραση:
Vinylidene fluoride or 1,1-difluoroethylene or 1,1-difluoroethene
Ελληνικός όρος:
Βινυλιδενοχλωρίδιο ή 1,1-διχλωροαιθυλένιο ή 1,1-διχλωροαιθένιο
Αγγλικός όρος:
Vinylidene chloride or 1,1-dichloroethylene or 1,1-dichloroethene
Μετάφραση:
Vinylidene chloride or 1,1-dichloroethylene or 1,1-dichloroethene
Ελληνικός όρος:
Βινυλικό υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Vinylic hydrogen
Μετάφραση:
Vinylic hydrogen
Ελληνικός όρος:
Βινύλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl
Μετάφραση:
Vinyl
Ελληνικός όρος:
Βινυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Vinylbenzene
Μετάφραση:
Vinylbenzene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοκυκλοεξένιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl cyclohexene
Μετάφραση:
Vinyl cyclohexene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Vinylnaphthalene
Μετάφραση:
Vinylnaphthalene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοτολουόλιο ή μεθυλοστυρόλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl toluene or methylstyrene
Μετάφραση:
Vinyl toluene or methylstyrene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοφθορίδιο ή φθοροαιθένιο ή φθοροαιθυλένιο ή φθοριούχο βινύλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl fluoride or fluoroethene or fluoroethylene
Μετάφραση:
Vinyl fluoride or fluoroethene or fluoroethylene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Chloroethene, chloroethylene, vinyl chloride, VC
Μετάφραση:
Chloroethene, chloroethylene, vinyl chloride, VC
Ελληνικός όρος:
Βινυλοχλωρίδιο ή χλωριούχο βινύλιο ή χλωροαιθένιο ή χλωροαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl chloride or chloroethene or chloroethylene
Μετάφραση:
Vinyl chloride or chloroethene or chloroethylene
Ελληνικός όρος:
Βιοαέριο
Αγγλικός όρος:
Biogas
Μετάφραση:
Biogas
Ελληνικός όρος:
Βιοαερόλυμα
Αγγλικός όρος:
Bioaerosol
Μετάφραση:
Bioaerosol
Ελληνικός όρος:
Βιοαποδόμηση ή βιοαποικοδόμηση
Αγγλικός όρος:
Biodegradation
Μετάφραση:
Biodegradation
Ελληνικός όρος:
Βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Biodegradable waste
Μετάφραση:
Biodegradable waste
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
43
Page
44
Page
45
Page
46
Τρέχουσα σελίδα
47
Page
48
Page
49
Page
50
Page
51
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »