Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1657 - 1692 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βενζυλοκυανίδιο
Αγγλικός όρος:
Benzyl cyanide, Phenylacetonitrile
Μετάφραση:
Benzyl cyanide, Phenylacetonitrile
Ελληνικός όρος:
Βενζυλοχλωρίδιο ή α-χλωροτολουόλιο ή χλωριούχο βενζύλιο ή χλωροβενζύλιο
Αγγλικός όρος:
Benzyl chloride, α-chlorotoluene
Μετάφραση:
Benzyl chloride, α-chlorotoluene
Ελληνικός όρος:
Βενομύλιο
Αγγλικός όρος:
Benomyl
Μετάφραση:
Benomyl
Ελληνικός όρος:
Βερατραλδεΰδη ή 3,4-διμεθοξυβενζαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Veratraldehyde or 3,4-dimethoxybenzaldehyde
Μετάφραση:
Veratraldehyde or 3,4-dimethoxybenzaldehyde
Ελληνικός όρος:
Βερνίκι
Αγγλικός όρος:
Varnish
Μετάφραση:
Varnish
Ελληνικός όρος:
Βερνικώματα
Αγγλικός όρος:
Varnishing
Μετάφραση:
Varnishing
Ελληνικός όρος:
Βεταΐνη
Αγγλικός όρος:
Betaine, trimethylglycine
Μετάφραση:
Betaine, trimethylglycine
Ελληνικός όρος:
Βήμα έλικα
Αγγλικός όρος:
Propeller pitch
Μετάφραση:
Propeller pitch
Ελληνικός όρος:
Βηματική απόκριση
Αγγλικός όρος:
Step response
Μετάφραση:
Step response
Ελληνικός όρος:
Βηματική μεταβολή
Αγγλικός όρος:
Step change
Μετάφραση:
Step change
Ελληνικός όρος:
Βηρυλλία
Αγγλικός όρος:
Beryllium oxide, beryllia
Μετάφραση:
Beryllium oxide, beryllia
Ελληνικός όρος:
Βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium, Be
Μετάφραση:
Beryllium, Be
Ελληνικός όρος:
Βηρυλλίωση
Αγγλικός όρος:
Berylliosis, beryllium disease
Μετάφραση:
Berylliosis, beryllium disease
Ελληνικός όρος:
Βήχας
Αγγλικός όρος:
Cough
Μετάφραση:
Cough
Ελληνικός όρος:
Βία
Αγγλικός όρος:
Violence
Μετάφραση:
Violence
Ελληνικός όρος:
Βιβλιάριο υγείας
Αγγλικός όρος:
Health record card
Μετάφραση:
Health record card
Ελληνικός όρος:
Βίδα ή κοχλίας ή στριφώνι ή μπουλόνι
Αγγλικός όρος:
Screw, bolt
Μετάφραση:
Screw, bolt
Ελληνικός όρος:
Βιδωτό βύσμα
Αγγλικός όρος:
Threaded plug
Μετάφραση:
Threaded plug
Ελληνικός όρος:
Βινκλοζολίνη
Αγγλικός όρος:
Vinclozolin
Μετάφραση:
Vinclozolin
Ελληνικός όρος:
Βινυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Vinyl ether
Μετάφραση:
Vinyl ether
Ελληνικός όρος:
Βινυλαιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Vinyl ethyl ether
Μετάφραση:
Vinyl ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Βινυλιδενοφθορίδιο ή 1,1-διφθοροαιθυλένιο ή 1,1-διφθοροαιθένιο
Αγγλικός όρος:
Vinylidene fluoride or 1,1-difluoroethylene or 1,1-difluoroethene
Μετάφραση:
Vinylidene fluoride or 1,1-difluoroethylene or 1,1-difluoroethene
Ελληνικός όρος:
Βινυλιδενοχλωρίδιο ή 1,1-διχλωροαιθυλένιο ή 1,1-διχλωροαιθένιο
Αγγλικός όρος:
Vinylidene chloride or 1,1-dichloroethylene or 1,1-dichloroethene
Μετάφραση:
Vinylidene chloride or 1,1-dichloroethylene or 1,1-dichloroethene
Ελληνικός όρος:
Βινυλικό υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Vinylic hydrogen
Μετάφραση:
Vinylic hydrogen
Ελληνικός όρος:
Βινύλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl
Μετάφραση:
Vinyl
Ελληνικός όρος:
Βινυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Vinylbenzene
Μετάφραση:
Vinylbenzene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοκυκλοεξένιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl cyclohexene
Μετάφραση:
Vinyl cyclohexene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Vinylnaphthalene
Μετάφραση:
Vinylnaphthalene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοτολουόλιο ή μεθυλοστυρόλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl toluene or methylstyrene
Μετάφραση:
Vinyl toluene or methylstyrene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοφθορίδιο ή φθοροαιθένιο ή φθοροαιθυλένιο ή φθοριούχο βινύλιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl fluoride or fluoroethene or fluoroethylene
Μετάφραση:
Vinyl fluoride or fluoroethene or fluoroethylene
Ελληνικός όρος:
Βινυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Chloroethene, chloroethylene, vinyl chloride, VC
Μετάφραση:
Chloroethene, chloroethylene, vinyl chloride, VC
Ελληνικός όρος:
Βινυλοχλωρίδιο ή χλωριούχο βινύλιο ή χλωροαιθένιο ή χλωροαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Vinyl chloride or chloroethene or chloroethylene
Μετάφραση:
Vinyl chloride or chloroethene or chloroethylene
Ελληνικός όρος:
Βιοαέριο
Αγγλικός όρος:
Biogas
Μετάφραση:
Biogas
Ελληνικός όρος:
Βιοαερόλυμα
Αγγλικός όρος:
Bioaerosol
Μετάφραση:
Bioaerosol
Ελληνικός όρος:
Βιοαποδόμηση ή βιοαποικοδόμηση
Αγγλικός όρος:
Biodegradation
Μετάφραση:
Biodegradation
Ελληνικός όρος:
Βιοαποικοδομήσιμα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Biodegradable waste
Μετάφραση:
Biodegradable waste
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
43
Page
44
Page
45
Page
46
Current page
47
Page
48
Page
49
Page
50
Page
51
…
Next page
››
Last page
τελευταία »