Σε εργασιακά περιβάλλοντα με ύπαρξη ακτινοβολιών απαιτείται η εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων προστασίας όσων βρίσκονται εντός των περιοχών έκθεσης.
Όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση επιβεβαιωμένης ύπαρξης βλαπτικών εργασιακών παραγόντων, έτσι και στην περίπτωση των ακτινοβολιών, είτε πρόκειται για ιοντίζουσες είτε για μη ιοντίζουσες, κύριο μέλημα θα πρέπει να είναι η απομόνωση και ο περιορισμός του κινδύνου στην πηγή του.
Αν -από την εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου- διαπιστωθεί η ύπαρξη ακτινοβολιών σε έναν εργασιακό χώρο, θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι απαραίτητες διατάξεις και οδηγίες ώστε η έκθεση των εργαζομένων, να είναι όσο το δυνατόν περιορισμένη και όσον αφορά στην έκταση της περιοχής, αλλά και στον αριθμό των ατόμων που εκτίθενται. Το βασικό τρίπτυχο περιορισμού της έκθεσης και της προστασίας όλων όσων παρευρίσκονται σε περιοχές με ύπαρξη ακτινοβολίας, είναι η απόσταση από την πηγή, ο χρόνος έκθεσης και η θωράκιση.
Η εκπαίδευση και η ενημέρωση των εργαζομένων σχετικά με τη διαχείριση της επικινδυνότητας των ακτινοβολιών, η κατάλληλη επισήμανση του κινδύνου και ο σαφής καθορισμός των επικίνδυνων ζωνών, παίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση του κινδύνου.
Και γι’ αυτού του είδους τον κίνδυνο, υπάρχουν διαθέσιμα τα ανάλογα μέσα ατομικής προστασίας, οι προστατευτικές διατάξεις και ο εξοπλισμός, η προμήθεια, η διάθεση και η χρήση των οποίων, έρχεται να συμπληρώσει τα όσα οργανοτεχνικά μέτρα απαιτούνται για την ασφαλή εργασία σε επιβαρυμένους από ακτινοβολίες εργασιακούς χώρους.
Περιπτώσεις εργασίας σε περιοχές ύπαρξης μη ιοντίζουσας ακτινοβολίας
Παράδειγμα εργασιών αυξημένης επικινδυνότητας, λόγω ύπαρξης μη ιοντίζουσας ακτινοβολίας, αποτελούν αυτές, της τοποθέτησης και της συντήρησης πομπών και κεραιών τηλεπικοινωνίας.
Για την καλύτερη οργάνωση της προστασίας στους επαγγελματικά εκτεθειμένους, εκτός των άλλων, έχει θεσπισθεί και η κατηγοριοποίηση των περιοχών εργασίας σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των υπαρχόντων ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στις περιοχές εργασίας. Η εν λόγω κατηγοριοποίηση περιλαμβάνει την ύπαρξη τριών ζωνών, οι οποίες επισημαίνονται με τρείς διαφορετικούς χρωματισμούς. Συγκεκριμένα καθορίζεται ως:
Βασικός εξοπλισμός ελέγχου των χαρακτηριστικών του πεδίου της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας είναι οι συσκευές μέτρησης αυτών. Η αναγνώριση των χαρακτηριστικών του πεδίου, είναι αυτή που θα καθορίσει και τον βαθμό της επικινδυνότητας και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή των κατάλληλων τρόπων προστασίας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στις περιοχές ύπαρξης πολλών πομπών, μιας και τα χαρακτηριστικά των πεδίων είναι συνεχώς μεταβαλλόμενα εξαιτίας της μη συνεχούς εκπομπής τους. Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές μέτρησης που έχουν ληφθεί ενδέχεται να είναι χαμηλότερες από τις πραγματικές με την πάροδο του χρόνου. Ως καλή πρακτική θεωρείται αυτή κατά την οποία δεχόμαστε ότι όλοι οι γύρω πομποί εκπέμπουν στο μέγιστο ώστε να έχουμε μια μέγιστη θεωρητική εκτίμηση της επικινδυνότητας που μπορεί να υπάρξει.
Τα ατομικά δοσίμετρα είναι συσκευές, οι οποίες προειδοποιούν τον εργαζόμενο, μέσω ηχητικού σήματος, όταν η έκθεση που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της εργασίας του έχει ξεπεράσει τα προκαθορισμένα όρια (συνήθως στο 50% των επιπέδων αναφοράς). Οι συσκευές αυτές έχουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, ειδικά σε έντονα μεταβαλλόμενα με τον χρόνο ηλεκτρομαγνητικά πεδία.
Όπως ήδη έχει τονιστεί, η χρήση των μέσων ατομικής προστασίας έρχεται να συμπληρώσει όλα εκείνα τα μέτρα (τεχνικά και οργανωτικά) με σκοπό την εξασφάλιση της ασφαλούς εργασίας. Σε ειδικές περιπτώσεις, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιοχής των εργασιών, όπως για παράδειγμα σε περιοχές με μεγάλη πυκνότητα ενεργών κεραιών ή σε εργασία σε μικρή απόσταση από ενεργούς πομπούς, είναι απαραίτητη από τους εργαζόμενους, η χρήση ειδικού προστατευτικού ρουχισμού. Η ενδεδειγμένη ειδική ένδυση του εργαζόμενου αποτελείται από ολόσωμη στολή – φόρμα, γάντια και καλύπτρα προσώπου, τα οποία είναι κατασκευασμένα από ειδικό ύφασμα Naptex. Ο συγκεκριμένος τύπος υφάσματος κατασκευάζεται ενσωματώνοντας παράλληλα ίνες χάλυβα, οι οποίες είναι πλήρως ενθυλακωμένες με τις υπόλοιπες κλωστοϋφαντουργικές ίνες (κυρίως από πολυεστέρα), δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο υψηλής αντοχής και ανθεκτικότητας για προστασία σε περιβάλλοντα ύπαρξης RF ακτινοβολιών.
Περιπτώσεις εργασίας σε περιοχές ύπαρξης ιοντίζουσας ακτινοβολίας
Ότι ισχύει σχετικά με τα οργανοτεχνικά μέτρα, για την προστασία των εργαζομένων σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει μη ιοντίζουσα ακτινοβολία, ισχύει και για την προστασία σε περιβάλλοντα με ιοντίζουσα ακτινοβολία. Η εφαρμογή των διατάξεων και των οδηγιών, η σήμανση ασφάλειας, η εκπαίδευση του προσωπικού, η χρήση ατομικών δοσιμέτρων κ.ά. αποτελούν βασική προϋπόθεση ελέγχου της έκθεσης των εργαζομένων.
Ορισμένες ιατρικές εφαρμογές αποτελούν ίσως τις συνηθέστερες εργασίες με ύπαρξη ιοντίζουσας ακτινοβολίας. Το προσωπικό, και σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να είναι ενημερωμένο για την επικινδυνότητα, η οποία προέρχεται από την ιοντίζουσα ακτινοβολία και ανάλογα με όσα προκύπτουν από την εκτίμηση της επικινδυνότητας, να λαμβάνονται τα αντίστοιχα μέτρα προστασίας.
Οι πιθανές βιολογικές επιπτώσεις της έκθεσης σε ιοντίζουσα ακτινοβολία είναι αποδεδειγμένα μεγαλύτερες και σοβαρότερες από τις αντίστοιχες της μη ιοντίζουσας.
Η θεμελιώδης αρχή για την προστασία από την ιοντίζουσα ακτινοβολία είναι η αποφυγή ή η μείωση της δόσης χρησιμοποιώντας το βασικό τρίπτυχο προστασίας του χρόνου, της απόστασης και της θωράκισης. Η διάρκεια της έκθεσης πρέπει να περιορίζεται στους άκρως απαραίτητους χρόνους, η απόσταση από την πηγή ακτινοβολίας πρέπει να είναι όσο το δυνατό μεγαλύτερη και η θωράκιση της πηγής να επιτρέπει την ελάχιστη απαραίτητη για την εκάστοτε ιατρική εφαρμογή, εκπομπή ποσότητας ακτινοβολίας.
Πέραν από τη θωράκιση της πηγής εκπομπής της ακτινοβολίας, υπάρχει η δυνατότητα της χρήσης μέσων ατομικής προστασίας ώστε να παρασχεθεί θωράκιση-προστασία, στους εργαζόμενους.
Στόχος είναι να επιτευχθεί η μείωση στο ελάχιστο δυνατό της τελικής δόσης έκθεσης, η οποία μειώνεται εκθετικά, αυξάνοντας το πάχος του υλικού θωράκισης. Γενικά, αυτό που συνήθως ισχύει, είναι ότι η αποτελεσματικότητα ενός υλικού θωράκισης αυξάνεται ανάλογα με την αύξηση του ατομικού του αριθμού. Αυτό όμως αυξάνει και το βάρος της θωράκισης, συμβάλλοντας αρνητικά στην εργασιακή άνεση του προσωπικού που τη χρησιμοποιεί ως μέσο ατομικής προστασίας. Μερικές φορές, ανάλογα με την περίπτωση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά και ελαφρύτερα υλικά όπως το πολυπροπυλένιο.
Εξαιτίας της διαφορετικής διεισδυτικής ικανότητας των ακτινοβολιών, χρησιμοποιούνται κατά περίπτωση, ασπίδες προστασίας συνδυασμού υλικών. Με τον τρόπο αυτό η αρχική επίστρωση εμποδίζει τη διείσδυση της σωματιδιακής ακτινοβολίας (πρωτόνια, ηλεκτρόνια) και απορροφά τις ακτίνες γάμμα. Σε κάθε επόμενο στρώμα μπορεί να γίνει η απορρόφηση των ακτίνων Χ, μειώνοντας σταδιακά την ενέργεια σε ασφαλή επίπεδα.
Η αντοχή θωράκισης ή το "πάχος" της θωράκισης μετριέται σε μονάδες g/cm2 (ισοδύναμο πάχος μάζας). Η ποσότητα της ακτινοβολίας που καταφέρνει να περάσει μειώνεται εκθετικά σε σχέση με το πάχος της ασπίδας προστασίας. Οι τοίχοι στους χώρους χρήσης μηχανημάτων παραγωγής ακτίνων Χ οφείλουν να περιέχουν θωράκιση με υλικά όπως π.χ. ο μόλυβδος. Οι εργαζόμενοι, στις περιπτώσεις που πρέπει να βρίσκονται στον χώρο κατά την παραγωγή ακτινων Χ πρέπει να φοράνε τις ειδικές ποδιές – ασπίδες μολύβδου.
Τα μέσα ατομικής προστασίας από τις ακτίνες γάμμα είναι πολύ δύσκολο να παράσχουν προστασία στο σύνολο του σώματος του εργαζομένου, καθώς η μεγάλη μάζα της θωράκισης που απαιτείται για τη σωστή προστασία ολόκληρου του σώματος θα καθιστούσε σχεδόν μη λειτουργική την κίνηση του εργαζομένου. Για τον λόγο αυτόν προτιμάται η μερική, επιλεκτική θωράκιση βασικών εσωτερικών οργάνων. Ο άμεσος κίνδυνος έντονης έκθεσης σε ακτινοβολία γάμμα έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση μη αναστρέψιμης βλάβης του μυελού των οστών. Η εφαρμογή επιλεκτικής θωράκισης για την προστασία περιοχών υψηλής συγκέντρωσης του μυελού των οστών, όπως στους γοφούς και άλλα όργανα στην κοιλιακή περιοχή, επιτρέπει στους εργαζόμενους έναν ασφαλή τρόπο εκτέλεσης των απαραίτητων εργασιών σε επιβαρυμένα από ακτινοβολία γάμμα εργασιακά περιβάλλοντα.
Σε κάθε περίπτωση, βασικό στοιχείο αποτελεί η αναγνώριση και η αξιολόγηση του μεγέθους της επικινδυνότητας σε κάθε εργασιακό χώρο. Πρέπει ουσιαστικά να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το μέγεθος της επικινδυνότητας και τον αριθμό τον ατόμων που ενδέχεται να εκτεθούν. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την ενδελεχή διερεύνηση των εργασιακών διαδικασιών και τη λεπτομερή καταγραφή της επαγγελματικής επικινδυνότητας. Στη συνέχεια, ο διαρκής έλεγχος των επιπέδων έκθεσης σε συσχέτιση με τα θεσμοθετημένα όρια και τις τιμές αναφοράς, την εφαρμογή των απαραίτητων οργανοτεχνικών μέτρων, τη διαρκή εκπαίδευση και τη διάθεση και χρήση των κατάλληλων μέσων ατομικής προστασίας, μπορεί να διαμορφώσει περιβάλλοντα ασφαλούς εργασία σε επιβαρυμένους από ακτινοβολία εργασιακούς χώρους.