Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1009 - 1044 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αποτέλεσμα διακρίβωσης
Αγγλικός όρος:
Calibration result
Μετάφραση:
Calibration result
Ελληνικός όρος:
Αποτέλεσμα έρευνας
Αγγλικός όρος:
Research result
Μετάφραση:
Research result
Ελληνικός όρος:
Αποτέλεσμα τύπου μελέτης
Αγγλικός όρος:
Study type result
Μετάφραση:
Study type result
Ελληνικός όρος:
Αποτελέσματα και συζήτηση
Αγγλικός όρος:
Results and discussions
Μετάφραση:
Results and discussions
Ελληνικός όρος:
Αποτελεσματικός
Αγγλικός όρος:
Effective
Μετάφραση:
Effective
Ελληνικός όρος:
Αποτελεσματικότητα εκρόφησης
Αγγλικός όρος:
Desorption efficiency
Μετάφραση:
Desorption efficiency
Ελληνικός όρος:
Αποτέφρωση
Αγγλικός όρος:
Ashing
Μετάφραση:
Ashing
Ελληνικός όρος:
Αποτέφρωση χαμηλής θερμοκρασίας
Αγγλικός όρος:
Low temperature ashing, LTA
Μετάφραση:
Low temperature ashing, LTA
Ελληνικός όρος:
Αποτίμηση της ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality evaluation
Μετάφραση:
Quality evaluation
Ελληνικός όρος:
Αποτοξίνωση
Αγγλικός όρος:
Detoxication
Μετάφραση:
Detoxication
Ελληνικός όρος:
Απουσία λόγω ασθένειας
Αγγλικός όρος:
Sickness absence
Μετάφραση:
Sickness absence
Ελληνικός όρος:
Απουσιασμός
Αγγλικός όρος:
Absenteeism
Μετάφραση:
Absenteeism
Ελληνικός όρος:
Απόφαση
Αγγλικός όρος:
Decision
Μετάφραση:
Decision
Ελληνικός όρος:
Αποφεύγετε επαφή με το δέρμα και με τα μάτια
Αγγλικός όρος:
Avoid contact with skin and eyes
Μετάφραση:
Avoid contact with skin and eyes
Ελληνικός όρος:
Αποφεύγετε να αναπνέετε σκόνη/ αναθυμιάσεις/αέρια/ συγκεντρώσεις σταγονιδίων / ατμούς/ εκνεφώματα
Αγγλικός όρος:
Avoid breathing dust/fume/gas/mist/vapours/spray
Μετάφραση:
Avoid breathing dust/fume/gas/mist/vapours/spray
Ελληνικός όρος:
Αποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας
Αγγλικός όρος:
Avoid contact during pregnancy/while nursing
Μετάφραση:
Avoid contact during pregnancy/while nursing
Ελληνικός όρος:
Αποφεύγω
Αγγλικός όρος:
Avoid
Μετάφραση:
Avoid
Ελληνικός όρος:
Αποφλοίωση
Αγγλικός όρος:
Debarking, peeling
Μετάφραση:
Debarking, peeling
Ελληνικός όρος:
Αποφλοίωση και θερμική μεταχείριση
Αγγλικός όρος:
Debarking and Heat Treatment, DB HT
Μετάφραση:
Debarking and Heat Treatment, DB HT
Ελληνικός όρος:
Αποφλοίωση και μεταχείριση με βρωμιούχο μεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Debarking and Methyl bromide treatment, DB MB
Μετάφραση:
Debarking and Methyl bromide treatment, DB MB
Ελληνικός όρος:
Αποφρακτική πνευμονοπάθεια
Αγγλικός όρος:
Obstructive respiratory diseases
Μετάφραση:
Obstructive respiratory diseases
Ελληνικός όρος:
Απόφραξη
Αγγλικός όρος:
Obstruction
Μετάφραση:
Obstruction
Ελληνικός όρος:
Αποφύγετε κάθε πιθανή επαφή με το νερό, διότι αντιδρά βίαια και μπορεί να προκληθεί ανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Keep away from any possible contact with water, because of violent reaction and possible flash fire
Μετάφραση:
Keep away from any possible contact with water, because of violent reaction and possible flash fire
Ελληνικός όρος:
Αποφύγετε την έκθεση
Αγγλικός όρος:
Avoid exposure
Μετάφραση:
Avoid exposure
Ελληνικός όρος:
Αποφύγετε την ελευθέρωσή του στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Avoid release to the environment
Μετάφραση:
Avoid release to the environment
Ελληνικός όρος:
Αποφυγή τραυματισμού
Αγγλικός όρος:
Avoid injury
Μετάφραση:
Avoid injury
Ελληνικός όρος:
Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
End of waste criteria
Μετάφραση:
End of waste criteria
Ελληνικός όρος:
Αποχέτευση
Αγγλικός όρος:
Drain
Μετάφραση:
Drain
Ελληνικός όρος:
Αποχρωματισμός
Αγγλικός όρος:
Bleaching
Μετάφραση:
Bleaching
Ελληνικός όρος:
Αποχρωμίωση
Αγγλικός όρος:
Dechromatation
Μετάφραση:
Dechromatation
Ελληνικός όρος:
Απροσδιόριστο σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Indeterminate error
Μετάφραση:
Indeterminate error
Ελληνικός όρος:
Απροσδόκητη εκκίνηση
Αγγλικός όρος:
Unexpected start-up
Μετάφραση:
Unexpected start-up
Ελληνικός όρος:
Άπω υπέρυθρη
Αγγλικός όρος:
Far infrared
Μετάφραση:
Far infrared
Ελληνικός όρος:
Απώλεια
Αγγλικός όρος:
Loss
Μετάφραση:
Loss
Ελληνικός όρος:
Απώλεια ακοής
Αγγλικός όρος:
Hearing loss, weak hearing
Μετάφραση:
Hearing loss, weak hearing
Ελληνικός όρος:
Απώλεια θερμότητας
Αγγλικός όρος:
Heat loss
Μετάφραση:
Heat loss
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
25
Page
26
Page
27
Page
28
Current page
29
Page
30
Page
31
Page
32
Page
33
…
Next page
››
Last page
τελευταία »