Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 433 - 468 of 803
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πολυκόρυφη κατανομή
Αγγλικός όρος:
Multimodal distribution
Μετάφραση:
Multimodal distribution
Ελληνικός όρος:
Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Polycyclic aromatic hydrocarbons
Μετάφραση:
Polycyclic aromatic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Πολυμεθυλοσιλοξάνιο
Αγγλικός όρος:
Polydimethylsiloxane, PDMS
Μετάφραση:
Polydimethylsiloxane, PDMS
Ελληνικός όρος:
Πολυμερείς συμφωνίες
Αγγλικός όρος:
Multilateral agreements
Μετάφραση:
Multilateral agreements
Ελληνικός όρος:
Πολυμερές
Αγγλικός όρος:
Polymer
Μετάφραση:
Polymer
Ελληνικός όρος:
Πολυμερής έγκριση
Αγγλικός όρος:
Multilateral approval
Μετάφραση:
Multilateral approval
Ελληνικός όρος:
Πολυμερισμός
Αγγλικός όρος:
Polymerization
Μετάφραση:
Polymerization
Ελληνικός όρος:
Πολυμορφικό γονίδιο
Αγγλικός όρος:
Polymorphic gene
Μετάφραση:
Polymorphic gene
Ελληνικός όρος:
Πολυνευροπάθειες από οργανικούς διαλύτες που δεν καταγράφονται σε άλλες θέσεις
Αγγλικός όρος:
Polyneuropathies due to organic solvents which do not come under other headings
Μετάφραση:
Polyneuropathies due to organic solvents which do not come under other headings
Ελληνικός όρος:
Πολυνουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Polynucleotide
Μετάφραση:
Polynucleotide
Ελληνικός όρος:
Πολυολεφιναμίνη
Αγγλικός όρος:
Polyolefinamine
Μετάφραση:
Polyolefinamine
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντική ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Multivariate analysis
Μετάφραση:
Multivariate analysis
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντική φύση
Αγγλικός όρος:
Multifactorial nature
Μετάφραση:
Multifactorial nature
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Multi-factorial work hazards
Μετάφραση:
Multi-factorial work hazards
Ελληνικός όρος:
Πολυπεπτίδιο
Αγγλικός όρος:
Polypeptide
Μετάφραση:
Polypeptide
Ελληνικός όρος:
Πολυπλέκτης
Αγγλικός όρος:
Multiplexer
Μετάφραση:
Multiplexer
Ελληνικός όρος:
Πολυπολικά καλώδια
Αγγλικός όρος:
Multi-core cables
Μετάφραση:
Multi-core cables
Ελληνικός όρος:
Πολυπυρηνικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH
Μετάφραση:
Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH
Ελληνικός όρος:
Πολυσακχαρίτες
Αγγλικός όρος:
Polysaccharides
Μετάφραση:
Polysaccharides
Ελληνικός όρος:
Πολυστυρένιο
Αγγλικός όρος:
Polystyrene, PS
Μετάφραση:
Polystyrene, PS
Ελληνικός όρος:
Πολυστυρόλιο
Αγγλικός όρος:
Polystyrene, PS
Μετάφραση:
Polystyrene, PS
Ελληνικός όρος:
Πολυσυστατική ουσία
Αγγλικός όρος:
Multi-constituent substance
Μετάφραση:
Multi-constituent substance
Ελληνικός όρος:
Πολυτετραφθοροαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Polytetrafluoroethylene, PTFE, teflon
Μετάφραση:
Polytetrafluoroethylene, PTFE, teflon
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωριωμένα διφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Μετάφραση:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωριωμένα τριφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated triphenyl, PCT
Μετάφραση:
Polychlorinated triphenyl, PCT
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροδιφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Μετάφραση:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροπρένιο
Αγγλικός όρος:
Polychloroprene
Μετάφραση:
Polychloroprene
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροτριφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated triphenyl, PCT
Μετάφραση:
Polychlorinated triphenyl, PCT
Ελληνικός όρος:
Πολώνιο
Αγγλικός όρος:
Polonium
Μετάφραση:
Polonium
Ελληνικός όρος:
Πονοκέφαλος
Αγγλικός όρος:
Headache
Μετάφραση:
Headache
Ελληνικός όρος:
Πόνος
Αγγλικός όρος:
Pain
Μετάφραση:
Pain
Ελληνικός όρος:
Πορεία
Αγγλικός όρος:
Procedure
Μετάφραση:
Procedure
Ελληνικός όρος:
Πορεία προτύπων χειρισμών
Αγγλικός όρος:
Standard operations procedure (SOP)
Μετάφραση:
Standard operations procedure (SOP)
Ελληνικός όρος:
Πορσελάνη
Αγγλικός όρος:
Porcelain
Μετάφραση:
Porcelain
Ελληνικός όρος:
Πορτοκαλλόχρουν του μεθυλίου
Αγγλικός όρος:
Methyl orange
Μετάφραση:
Methyl orange
Ελληνικός όρος:
Πορφυρίνη
Αγγλικός όρος:
Porphin, porphyrine
Μετάφραση:
Porphin, porphyrine
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
9
Page
10
Page
11
Page
12
Current page
13
Page
14
Page
15
Page
16
Page
17
…
Next page
››
Last page
τελευταία »