Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 397 - 432 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αλκυλολίθιο
Αγγλικός όρος:
Alkyllithium, RLi
Μετάφραση:
Alkyllithium, RLi
Ελληνικός όρος:
Αλκυλομηλονικός αιθυλεστέρας ή αιθυλοαλκυλομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Alkylmalonic ester, Ethyl alkylmalonate
Μετάφραση:
Alkylmalonic ester, Ethyl alkylmalonate
Ελληνικός όρος:
Αιθυλοαλκυλομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl alkylmalonate, Alkylmalonic ester
Μετάφραση:
Ethyl alkylmalonate, Alkylmalonic ester
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοτοσυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Alkyl tosylate, TsCl
Μετάφραση:
Alkyl tosylate, TsCl
Ελληνικός όρος:
Αλκυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Chloroalkane, alkyl chloride
Μετάφραση:
Chloroalkane, alkyl chloride
Ελληνικός όρος:
Αλλεργία
Αγγλικός όρος:
Allergy
Μετάφραση:
Allergy
Ελληνικός όρος:
Αλλεργία στο λάτεξ
Αγγλικός όρος:
Latex allergy
Μετάφραση:
Latex allergy
Ελληνικός όρος:
Αλλεργική φλεγμονή των πνευμονικών κυψελίδων
Αγγλικός όρος:
Allergic alveolitis
Μετάφραση:
Allergic alveolitis
Ελληνικός όρος:
Αλλεργιογένεση
Αγγλικός όρος:
Allergenicity
Μετάφραση:
Allergenicity
Ελληνικός όρος:
Αλλεργιογόνο
Αγγλικός όρος:
Allergen
Μετάφραση:
Allergen
Ελληνικός όρος:
Άλλη μονάδα
Αγγλικός όρος:
Other establishment
Μετάφραση:
Other establishment
Ελληνικός όρος:
Αλληλεπίδραση
Αγγλικός όρος:
Interaction
Μετάφραση:
Interaction
Ελληνικός όρος:
Αλλιτόλη
Αγγλικός όρος:
Allitol
Μετάφραση:
Allitol
Ελληνικός όρος:
Αλλοδαπός εργαζόμενος
Αγγλικός όρος:
Foreign worker
Μετάφραση:
Foreign worker
Ελληνικός όρος:
Αλλοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Allopyranose
Μετάφραση:
Allopyranose
Ελληνικός όρος:
Αλλυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Allyl alcohol, propen-1-ol-3
Μετάφραση:
Allyl alcohol, propen-1-ol-3
Ελληνικός όρος:
Αλλυλικό υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Allylic hydrogen
Μετάφραση:
Allylic hydrogen
Ελληνικός όρος:
Αλλύλιο
Αγγλικός όρος:
Allyl
Μετάφραση:
Allyl
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοαλοπρένιο
Αγγλικός όρος:
Allyl haloprene
Μετάφραση:
Allyl haloprene
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Allylbenzene, 3-phenylpropene
Μετάφραση:
Allylbenzene, 3-phenylpropene
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Allyl bromide, 3-bromopropene, 3-bromopropylene
Μετάφραση:
Allyl bromide, 3-bromopropene, 3-bromopropylene
Ελληνικός όρος:
Αλλυλογλυκιδυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Allyl glycidyl ether, AGE
Μετάφραση:
Allyl glycidyl ether, AGE
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοκυανίδιο
Αγγλικός όρος:
Allyl cyanide
Μετάφραση:
Allyl cyanide
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοπροπυλοδισουλφίδιο
Αγγλικός όρος:
Allyl propyl disulfide
Μετάφραση:
Allyl propyl disulfide
Ελληνικός όρος:
Αλλυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Allyl chloride, 3-chloropropene, 3-chloropropylene, 3-chloro-1-propene
Μετάφραση:
Allyl chloride, 3-chloropropene, 3-chloropropylene, 3-chloro-1-propene
Ελληνικός όρος:
Άλμες διατρήσεως
Αγγλικός όρος:
Drilling brines
Μετάφραση:
Drilling brines
Ελληνικός όρος:
Αλογονοϊόν
Αγγλικός όρος:
Halid ion
Μετάφραση:
Halid ion
Ελληνικός όρος:
Αλογονοκετόνη
Αγγλικός όρος:
Halo ketone
Μετάφραση:
Halo ketone
Ελληνικός όρος:
Αλογονοπαράγωγα υδρογονανθράκων
Αγγλικός όρος:
Halogenated hydrocarbons
Μετάφραση:
Halogenated hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Αλογονοϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Halohydrin
Μετάφραση:
Halohydrin
Ελληνικός όρος:
Αλογονούχα ιζήματα πυθμένα
Αγγλικός όρος:
Halogenated still bottoms
Μετάφραση:
Halogenated still bottoms
Ελληνικός όρος:
Αλογονούχες πλάκες φίλτρων
Αγγλικός όρος:
Halogenated filter cakes
Μετάφραση:
Halogenated filter cakes
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives
Μετάφραση:
Halogenated derivatives
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα των αλειφατικών ή αλεικυκλικών υδρογονανθράκων
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives of the aliphatic or alicyclic hydrocarbons
Μετάφραση:
Halogenated derivatives of the aliphatic or alicyclic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα των αλκυλαρυλοξειδίων
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives of the alkylaryl oxides
Μετάφραση:
Halogenated derivatives of the alkylaryl oxides
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα των αλκυλαρυσουλφιδίων
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives of the alkylaryl sulfonates
Μετάφραση:
Halogenated derivatives of the alkylaryl sulfonates
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Current page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
…
Next page
››
Last page
τελευταία »