Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Σύμβολα και ενδείξεις κινδύνου για επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα
Αγγλικός όρος:
Symbols and indications of danger for dangerous substances and preparations
Μετάφραση:
Symbols and indications of danger for dangerous substances and preparations
Ελληνικός όρος:
Φράσεις επισήμανσης κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk phrases
Μετάφραση:
Risk phrases
Ελληνικός όρος:
Φύση των ειδικών κινδύνων που αφορούν επικίνδυνες ουσίες και παρασκευάσματα
Αγγλικός όρος:
Nature of special risks attributed to dangerous substances and preparations
Μετάφραση:
Nature of special risks attributed to dangerous substances and preparations
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Explosive when dry
Μετάφραση:
Explosive when dry
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος εκρήξεως από κρούση, τριβή, φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως
Αγγλικός όρος:
Risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Μετάφραση:
Risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Πολύ μεγάλος κίνδυνος εκρήξεως από κρούση, τριβή, φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως
Αγγλικός όρος:
Extreme risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Μετάφραση:
Extreme risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Forms very sensitive explosive metallic compounds
Μετάφραση:
Forms very sensitive explosive metallic compounds
Ελληνικός όρος:
Θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
Αγγλικός όρος:
Heating may cause an explosion
Μετάφραση:
Heating may cause an explosion
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα
Αγγλικός όρος:
Explosive with or without contact with air
Μετάφραση:
Explosive with or without contact with air
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
May cause fire
Μετάφραση:
May cause fire
Ελληνικός όρος:
Η επαφή με καύσιμο υλικό μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
Contact with combustible material may cause fire
Μετάφραση:
Contact with combustible material may cause fire
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με καύσιμα υλικά
Αγγλικός όρος:
Explosive when mixed with combustible material
Μετάφραση:
Explosive when mixed with combustible material
Ελληνικός όρος:
Εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Flammable
Μετάφραση:
Flammable
Ελληνικός όρος:
Πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Highly flammable
Μετάφραση:
Highly flammable
Ελληνικός όρος:
Εξαιρετικά εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Extremely flammable
Μετάφραση:
Extremely flammable
Ελληνικός όρος:
Αντιδρά βίαια με νερό
Αγγλικός όρος:
Reacts violently with water
Μετάφραση:
Reacts violently with water
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με το νερό εκλύει εξαιρετικά εύφλεκτα αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with water liberates extremely flammable gases
Μετάφραση:
Contact with water liberates extremely flammable gases
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό όταν αναμιχθεί με οξειδωτικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Explosive when mixed with oxidizing substances
Μετάφραση:
Explosive when mixed with oxidizing substances
Ελληνικός όρος:
Αυτοαναφλέγεται στον αέρα
Αγγλικός όρος:
Spontaneously flammable in air
Μετάφραση:
Spontaneously flammable in air
Ελληνικός όρος:
Κατά την χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα /εκρηκτικά μείγματα ατμού-αέρος
Αγγλικός όρος:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Μετάφραση:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια
Αγγλικός όρος:
May form explosive peroxides
Μετάφραση:
May form explosive peroxides
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
Harmful by inhalation
Μετάφραση:
Harmful by inhalation
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Harmful in contact with skin
Μετάφραση:
Harmful in contact with skin
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Harmful if swallowed
Μετάφραση:
Harmful if swallowed
Ελληνικός όρος:
Τοξικό όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
Toxic by inhalation
Μετάφραση:
Toxic by inhalation
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Toxic in contact with skin
Μετάφραση:
Toxic in contact with skin
Ελληνικός όρος:
Τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Toxic if swallowed
Μετάφραση:
Toxic if swallowed
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
Very toxic by inhalation
Μετάφραση:
Very toxic by inhalation
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Very toxic in contact with skin
Μετάφραση:
Very toxic in contact with skin
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Very toxic if swallowed
Μετάφραση:
Very toxic if swallowed
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με το νερό ελευθερώνονται τοξικά αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with water liberates toxic gas
Μετάφραση:
Contact with water liberates toxic gas
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση γίνεται πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Can become highly flammable in use
Μετάφραση:
Can become highly flammable in use
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται τοξικά αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with acids liberates toxic gas
Μετάφραση:
Contact with acids liberates toxic gas
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται πολύ τοξικά αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with acids liberates very toxic gas
Μετάφραση:
Contact with acids liberates very toxic gas
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of cumulative effects
Μετάφραση:
Danger of cumulative effects
Ελληνικός όρος:
Προκαλεί εγκαύματα
Αγγλικός όρος:
Causes burns
Μετάφραση:
Causes burns
Pagination
Current page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Next page
››
Last page
τελευταία »