Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 685 - 720 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αμιδικό ιόν
Αγγλικός όρος:
Amide ion
Μετάφραση:
Amide ion
Ελληνικός όρος:
Αμίνη
Αγγλικός όρος:
Amine
Μετάφραση:
Amine
Ελληνικός όρος:
Αμινο-1,1-αζωβενζόλιο 4-
Αγγλικός όρος:
4-amino-1,1-azobenzene, p-aminoazobenzene
Μετάφραση:
4-amino-1,1-azobenzene, p-aminoazobenzene
Ελληνικός όρος:
Αμινο-1,2,4-τριαζόλη 3-
Αγγλικός όρος:
3-amino-1,2,4-triazole, Amitrole
Μετάφραση:
3-amino-1,2,4-triazole, Amitrole
Ελληνικός όρος:
Αμινο-3,5,6-τριχλωρο πικολιμικό οξύ 4-
Αγγλικός όρος:
4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, Picloram, ATCP
Μετάφραση:
4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, Picloram, ATCP
Ελληνικός όρος:
Αμινο-4-μεθυλο-πεντανικό οξύ 2-
Αγγλικός όρος:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Μετάφραση:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Ελληνικός όρος:
Αμινοαζωβενζόλιο 4-
Αγγλικός όρος:
p-aminoazobenzene, 4-amino-1,1-azobenzene
Μετάφραση:
p-aminoazobenzene, 4-amino-1,1-azobenzene
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Μετάφραση:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethylamine
Μετάφραση:
Ethylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθανόλη 2-
Αγγλικός όρος:
Ethanolamine, 2- aminoethanol
Μετάφραση:
Ethanolamine, 2- aminoethanol
Ελληνικός όρος:
Αμινοακετοφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Aminoacetophenone
Μετάφραση:
Aminoacetophenone
Ελληνικός όρος:
Αμινοανθρακινόνη
Αγγλικός όρος:
Aminoanthraquinone
Μετάφραση:
Aminoanthraquinone
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminobenzoic acid
Μετάφραση:
Aminobenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζοϊκός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl aminobenzoate
Μετάφραση:
Ethyl aminobenzoate
Ελληνικός όρος:
Αμινοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Aminobenzene, Aniline, phenylamine
Μετάφραση:
Aminobenzene, Aniline, phenylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινο-β-μεθυλοβαλεριανικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Isoleucine, α-amino-β-methylvaleric acid, Ile, I
Μετάφραση:
Isoleucine, α-amino-β-methylvaleric acid, Ile, I
Ελληνικός όρος:
Αμινοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Aminobutane
Μετάφραση:
Aminobutane
Ελληνικός όρος:
Αμινογλουταρικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Glutamic acid, α-aminoglutaric acid, Glu, E
Μετάφραση:
Glutamic acid, α-aminoglutaric acid, Glu, E
Ελληνικός όρος:
Αμινογλουτεθιμίδη
Αγγλικός όρος:
Aminoglutethimide
Μετάφραση:
Aminoglutethimide
Ελληνικός όρος:
Αμινοδιφαινύλιο
Αγγλικός όρος:
Aminodiphenyl
Μετάφραση:
Aminodiphenyl
Ελληνικός όρος:
Αμινοδιφαινύλιο 4-, διφαινυλ-4-αμίνη
Αγγλικός όρος:
Aminobiphenyl 4-, biphenyl-4-amine
Μετάφραση:
Aminobiphenyl 4-, biphenyl-4-amine
Ελληνικός όρος:
Αμινοενώσεις
Αγγλικός όρος:
Amine compounds
Μετάφραση:
Amine compounds
Ελληνικός όρος:
Αμινοηλεκτρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminosuccinic acid, Aspartic acid, Asp, D
Μετάφραση:
Aminosuccinic acid, Aspartic acid, Asp, D
Ελληνικός όρος:
αμινοϊσοκαπροϊκό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
α-aminoisocaproic acid, Leucine
Μετάφραση:
α-aminoisocaproic acid, Leucine
Ελληνικός όρος:
Αμινοϊσοκαπριοϊκό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Μετάφραση:
Leucine or α-aminoisocaproic acid, Leu, L
Ελληνικός όρος:
Αμινοκαπροϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminocaproic acid
Μετάφραση:
Aminocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινομεθυλοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Aminomethyl naphthalene
Μετάφραση:
Aminomethyl naphthalene
Ελληνικός όρος:
Αμινοναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Aminonaphthalene, naphthylamine
Μετάφραση:
Aminonaphthalene, naphthylamine
Ελληνικός όρος:
Αμινοξύ
Αγγλικός όρος:
Amino acid
Μετάφραση:
Amino acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Μετάφραση:
Glycine, aminoacetic acid, aminoethanoic acid, glycocoll, Gly, G
Ελληνικός όρος:
Αμινοπροπιονικό οξύ α-
Αγγλικός όρος:
α-aminopropionic acid, Alanine, Ala, A
Μετάφραση:
α-aminopropionic acid, Alanine, Ala, A
Ελληνικός όρος:
Αμινοπυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Aminopyridine
Μετάφραση:
Aminopyridine
Ελληνικός όρος:
Αμινοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Aminophenol
Μετάφραση:
Aminophenol
Ελληνικός όρος:
Αμινοφυλλίνη
Αγγλικός όρος:
Aminophylline
Μετάφραση:
Aminophylline
Ελληνικός όρος:
Αμιτράζη
Αγγλικός όρος:
Amitraz
Μετάφραση:
Amitraz
Ελληνικός όρος:
Αμιτρόλη
Αγγλικός όρος:
Amitrole, 3-amino-1,2,4-triazole
Μετάφραση:
Amitrole, 3-amino-1,2,4-triazole
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
16
Page
17
Page
18
Page
19
Current page
20
Page
21
Page
22
Page
23
Page
24
…
Next page
››
Last page
τελευταία »