Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 793 - 828 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση και σχεδιασμός της θέσης εργασίας
Αγγλικός όρος:
Job analysis and design
Μετάφραση:
Job analysis and design
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazard analysis
Μετάφραση:
Hazard analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση κινδύνων και κρίσιμα σημεία ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Hazard Analysis and Critical Control Points, HACCP
Μετάφραση:
Hazard Analysis and Critical Control Points, HACCP
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση κόστους-οφέλους
Αγγλικός όρος:
Cost-benefit analysis
Μετάφραση:
Cost-benefit analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση συμμεταβολής
Αγγλικός όρος:
Regression analysis
Μετάφραση:
Regression analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση συστημάτων
Αγγλικός όρος:
System analysis
Μετάφραση:
System analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση συσχέτισης
Αγγλικός όρος:
Correlation analysis
Μετάφραση:
Correlation analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση τελικού υπολείμματος
Αγγλικός όρος:
Terminal residue analysis
Μετάφραση:
Terminal residue analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση της διαμόρφωσης
Αγγλικός όρος:
Conformation analysis
Μετάφραση:
Conformation analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση των αποκρίσεων
Αγγλικός όρος:
Deviation analysis
Μετάφραση:
Deviation analysis
Ελληνικός όρος:
Αναλυτέα ουσία
Αγγλικός όρος:
Analyte
Μετάφραση:
Analyte
Ελληνικός όρος:
Αναλύτης
Αγγλικός όρος:
Analyte
Μετάφραση:
Analyte
Ελληνικός όρος:
Αναλυτής συνεχούς ροής
Αγγλικός όρος:
Continious analyzer
Μετάφραση:
Continious analyzer
Ελληνικός όρος:
Αναλυτική διαδικασία
Αγγλικός όρος:
Analytical procedure
Μετάφραση:
Analytical procedure
Ελληνικός όρος:
Αναλυτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Analytical method
Μετάφραση:
Analytical method
Ελληνικός όρος:
Αναλυτικός προσδιορισμός
Αγγλικός όρος:
Analytical determination
Μετάφραση:
Analytical determination
Ελληνικός όρος:
Αναλυτικώς καθαρό αντιδραστήριο
Αγγλικός όρος:
Reagent grade, analytical grade, AG
Μετάφραση:
Reagent grade, analytical grade, AG
Ελληνικός όρος:
Ανάμειξη
Αγγλικός όρος:
Mixing
Μετάφραση:
Mixing
Ελληνικός όρος:
Ανάμιξη
Αγγλικός όρος:
Dressing
Μετάφραση:
Dressing
Ελληνικός όρος:
Αναμιξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Miscibility
Μετάφραση:
Miscibility
Ελληνικός όρος:
Αναμοχλευτής
Αγγλικός όρος:
Ripper
Μετάφραση:
Ripper
Ελληνικός όρος:
Ανάνηψη
Αγγλικός όρος:
Resuscitation
Μετάφραση:
Resuscitation
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicity
Μετάφραση:
Reproductive toxicity
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Reproductive system
Μετάφραση:
Reproductive system
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγικός
Αγγλικός όρος:
Reproductive
Μετάφραση:
Reproductive
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Reproducibility
Μετάφραση:
Reproducibility
Ελληνικός όρος:
Ανάπαυση
Αγγλικός όρος:
Rest
Μετάφραση:
Rest
Ελληνικός όρος:
Αναπηρία
Αγγλικός όρος:
Disability
Μετάφραση:
Disability
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμη σκόνη
Αγγλικός όρος:
Respirable dust
Μετάφραση:
Respirable dust
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμο κλάσμα
Αγγλικός όρος:
Respirable fraction
Μετάφραση:
Respirable fraction
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμος
Αγγλικός όρος:
Respirable
Μετάφραση:
Respirable
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστήρες
Αγγλικός όρος:
Respirators
Μετάφραση:
Respirators
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστικά νοσήματα
Αγγλικός όρος:
Respiratory diseases
Μετάφραση:
Respiratory diseases
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστικά προβλήματα
Αγγλικός όρος:
Breathing problems
Μετάφραση:
Breathing problems
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστική οδός
Αγγλικός όρος:
Respiratory tract
Μετάφραση:
Respiratory tract
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστική συσκευή
Αγγλικός όρος:
Breathing apparatus
Μετάφραση:
Breathing apparatus
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
19
Page
20
Page
21
Page
22
Current page
23
Page
24
Page
25
Page
26
Page
27
…
Next page
››
Last page
τελευταία »