Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 8929 - 8964 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Χημικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Chemical properties
Μετάφραση:
Chemical properties
Ελληνικός όρος:
Χημικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Chemical substances
Μετάφραση:
Chemical substances
Ελληνικός όρος:
Χημικές ουσίες υφασμάτων
Αγγλικός όρος:
Textile chemicals
Μετάφραση:
Textile chemicals
Ελληνικός όρος:
Χημικές παράμετροι
Αγγλικός όρος:
Chemical parameters
Μετάφραση:
Chemical parameters
Ελληνικός όρος:
Χημική αναγωγή
Αγγλικός όρος:
Chemical reduction
Μετάφραση:
Chemical reduction
Ελληνικός όρος:
Χημική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Chemical reaction
Μετάφραση:
Chemical reaction
Ελληνικός όρος:
Χημική ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Chemical safety
Μετάφραση:
Chemical safety
Ελληνικός όρος:
Χημική θερμότητα καύσης
Αγγλικός όρος:
Chemical heat of combustion
Μετάφραση:
Chemical heat of combustion
Ελληνικός όρος:
Χημική κατηγορία
Αγγλικός όρος:
Chemical category
Μετάφραση:
Chemical category
Ελληνικός όρος:
Χημική κυτταροτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Chemical cytotoxicity
Μετάφραση:
Chemical cytotoxicity
Ελληνικός όρος:
Χημική ονομασία
Αγγλικός όρος:
Chemical name
Μετάφραση:
Chemical name
Ελληνικός όρος:
Χημική σύσταση
Αγγλικός όρος:
Chemical constitution
Μετάφραση:
Chemical constitution
Ελληνικός όρος:
Χημικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Chemical accident
Μετάφραση:
Chemical accident
Ελληνικός όρος:
Χημικό δεξαμενόπλοιο
Αγγλικός όρος:
Chemical tanker
Μετάφραση:
Chemical tanker
Ελληνικός όρος:
Χημικό έγκαυμα
Αγγλικός όρος:
Chemical burn
Μετάφραση:
Chemical burn
Ελληνικός όρος:
Χημικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Chemical environment
Μετάφραση:
Chemical environment
Ελληνικός όρος:
Χημικό προϊόν που υπόκειται στη διαδικασία ΣΜΕ
Αγγλικός όρος:
Chemical subject to the PIC procedure
Μετάφραση:
Chemical subject to the PIC procedure
Ελληνικός όρος:
Χημικό προϊόν υποκείμενο σε αυστηρούς περιορισμούς
Αγγλικός όρος:
Severely restricted chemical
Μετάφραση:
Severely restricted chemical
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με επιδράσεις από τις χρησιμοποιούμενες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to effects
Μετάφραση:
Chemical hazards related to effects
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to state
Μετάφραση:
Chemical hazards related to state
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την παρουσία παραγόντων στο χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to occurrence in the workplace
Μετάφραση:
Chemical hazards related to occurrence in the workplace
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την προέλευση
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to origins
Μετάφραση:
Chemical hazards related to origins
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την χρήση ουσιών στο χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to use in the workplace
Μετάφραση:
Chemical hazards related to use in the workplace
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με φυσικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to physical properties
Μετάφραση:
Chemical hazards related to physical properties
Ελληνικός όρος:
Χημικοί κίνδυνοι που συνδέονται με χημικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Chemical hazards related to chemical properties
Μετάφραση:
Chemical hazards related to chemical properties
Ελληνικός όρος:
Χημικός διασκορπισμός
Αγγλικός όρος:
Chemical dispersion
Μετάφραση:
Chemical dispersion
Ελληνικός όρος:
Χημικός ιονισμός
Αγγλικός όρος:
Chemical ionisation
Μετάφραση:
Chemical ionisation
Ελληνικός όρος:
Χημικός καθαρισμός
Αγγλικός όρος:
Chemical cleaning
Μετάφραση:
Chemical cleaning
Ελληνικός όρος:
Χημικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Chemical risk
Μετάφραση:
Chemical risk
Ελληνικός όρος:
Χημικός ναυτιλίας
Αγγλικός όρος:
Marine chemist
Μετάφραση:
Marine chemist
Ελληνικός όρος:
Χημικός παράγοντας
Αγγλικός όρος:
Chemical agent
Μετάφραση:
Chemical agent
Ελληνικός όρος:
Χημικός τύπος
Αγγλικός όρος:
Chemical formula
Μετάφραση:
Chemical formula
Ελληνικός όρος:
Χημικώς απαιτούμενο οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Chemical oxygen demand, COD
Μετάφραση:
Chemical oxygen demand, COD
Ελληνικός όρος:
Χημικώς καθαρό αντιδραστήριο
Αγγλικός όρος:
Chemically pure, GP grade
Μετάφραση:
Chemically pure, GP grade
Ελληνικός όρος:
Χητίνη
Αγγλικός όρος:
Chitin
Μετάφραση:
Chitin
Ελληνικός όρος:
Χιλιόγραμμο
Αγγλικός όρος:
Kilogram
Μετάφραση:
Kilogram
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
245
Page
246
Page
247
Page
248
Current page
249
Page
250
Page
251
Page
252
Page
253
…
Next page
››
Last page
τελευταία »