Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6445 - 6480 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Παρα-
Αγγλικός όρος:
Para (p-)
Μετάφραση:
Para (p-)
Ελληνικός όρος:
Παραβλεφθείσα μελέτη
Αγγλικός όρος:
Disregarded study
Μετάφραση:
Disregarded study
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας
Αγγλικός όρος:
Agent or factor
Μετάφραση:
Agent or factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας ανάπτυξης
Αγγλικός όρος:
Growth factor
Μετάφραση:
Growth factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας απόκρισης
Αγγλικός όρος:
Response factor
Μετάφραση:
Response factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας επιβράδυνσης
Αγγλικός όρος:
Retardation factor (Rf)
Μετάφραση:
Retardation factor (Rf)
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας νέκρωσης όγκου
Αγγλικός όρος:
Tumor necrosis factor (TNF)
Μετάφραση:
Tumor necrosis factor (TNF)
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας προσανατολισμού
Αγγλικός όρος:
Orientation factor
Μετάφραση:
Orientation factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας χωρητικότητας
Αγγλικός όρος:
Capacity factor
Μετάφραση:
Capacity factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντες βουλκανισμού
Αγγλικός όρος:
Vulcanising agents
Μετάφραση:
Vulcanising agents
Ελληνικός όρος:
Παραγωγή αντικειμένου
Αγγλικός όρος:
Production of an article
Μετάφραση:
Production of an article
Ελληνικός όρος:
Παραγωγή σε μεγάλες ποσότητες του ΟΟΣΑ
Αγγλικός όρος:
Organisation for Economic Co-operation and Development High Production Volume, OECD HPV
Μετάφραση:
Organisation for Economic Co-operation and Development High Production Volume, OECD HPV
Ελληνικός όρος:
Παραγωγικότητα
Αγγλικός όρος:
Productivity
Μετάφραση:
Productivity
Ελληνικός όρος:
Παράγωγο επίπεδο με ελάχιστες επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Derived minimum effect level, DMEL
Μετάφραση:
Derived minimum effect level, DMEL
Ελληνικός όρος:
Παράγωγο επίπεδο χωρίς επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Derived no effect levels, DNELs
Μετάφραση:
Derived no effect levels, DNELs
Ελληνικός όρος:
Παράγωγος
Αγγλικός όρος:
Derivative
Μετάφραση:
Derivative
Ελληνικός όρος:
Παραγωγός αντικειμένων
Αγγλικός όρος:
Article producer
Μετάφραση:
Article producer
Ελληνικός όρος:
Παραγωγός προϊόντος
Αγγλικός όρος:
Producer of a product
Μετάφραση:
Producer of a product
Ελληνικός όρος:
Παραδοχή
Αγγλικός όρος:
Assumption
Μετάφραση:
Assumption
Ελληνικός όρος:
Παραθείον
Αγγλικός όρος:
Parathion
Μετάφραση:
Parathion
Ελληνικός όρος:
Παραισθησιογόνα
Αγγλικός όρος:
Hallucinogens
Μετάφραση:
Hallucinogens
Ελληνικός όρος:
Παρακεταμόλη
Αγγλικός όρος:
Paracetamol, 4-acetaminophenol
Μετάφραση:
Paracetamol, 4-acetaminophenol
Ελληνικός όρος:
Παρακίνηση για εργασία
Αγγλικός όρος:
Work motivation
Μετάφραση:
Work motivation
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση αερίων και ατμών
Αγγλικός όρος:
Monitoring of gases and vapours
Μετάφραση:
Monitoring of gases and vapours
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση επιλεγμένου ιόντος
Αγγλικός όρος:
Selected ion monitoring (SIM)
Μετάφραση:
Selected ion monitoring (SIM)
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση ή επιτήρηση
Αγγλικός όρος:
Monitoring
Μετάφραση:
Monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση μικροοργανισμών
Αγγλικός όρος:
Monitoring of microorganisms
Μετάφραση:
Monitoring of microorganisms
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση σωματιδίων
Αγγλικός όρος:
Particulate monitoring
Μετάφραση:
Particulate monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση της ΕΑΥ
Αγγλικός όρος:
OSH monitoring
Μετάφραση:
OSH monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace monitoring
Μετάφραση:
Workplace monitoring
Ελληνικός όρος:
Παρακουάτ
Αγγλικός όρος:
Paraquat
Μετάφραση:
Paraquat
Ελληνικός όρος:
Παραλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Paraldehyde
Μετάφραση:
Paraldehyde
Ελληνικός όρος:
Παραλήπτης
Αγγλικός όρος:
Consignee
Μετάφραση:
Consignee
Ελληνικός όρος:
Παραλλακτικότητα
Αγγλικός όρος:
Fluctuation, variance
Μετάφραση:
Fluctuation, variance
Ελληνικός όρος:
Παράλληλη αμοιβαία αναγνώριση
Αγγλικός όρος:
Mutual recognition in parallel
Μετάφραση:
Mutual recognition in parallel
Ελληνικός όρος:
Παράλληλη σύνδεση
Αγγλικός όρος:
Parallel connection
Μετάφραση:
Parallel connection
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
176
Page
177
Page
178
Page
179
Current page
180
Page
181
Page
182
Page
183
Page
184
…
Next page
››
Last page
τελευταία »