Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6769 - 6804 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ποιοτική ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Qualitative analysis
Μετάφραση:
Qualitative analysis
Ελληνικός όρος:
Ποιοτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Qualitative method
Μετάφραση:
Qualitative method
Ελληνικός όρος:
Ποιοτική στοιχειακή ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Qualitative elemental analysis
Μετάφραση:
Qualitative elemental analysis
Ελληνικός όρος:
Ποιοτικό πρότυπο περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental quality standard
Μετάφραση:
Environmental quality standard
Ελληνικός όρος:
Πολαπλές συγκρίσεις
Αγγλικός όρος:
Multiple comparison
Μετάφραση:
Multiple comparison
Ελληνικός όρος:
Πολικός
Αγγλικός όρος:
Polar
Μετάφραση:
Polar
Ελληνικός όρος:
Πολιτικές και διαδικασίες ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety policies and procedures
Μετάφραση:
Safety policies and procedures
Ελληνικός όρος:
Πολιτική ασφάλειας τροφίμων
Αγγλικός όρος:
Food safety policy
Μετάφραση:
Food safety policy
Ελληνικός όρος:
Πολιτική για την ανεργία
Αγγλικός όρος:
Unemployment policy
Μετάφραση:
Unemployment policy
Ελληνικός όρος:
Πολιτική για την υγεία και την ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Health and safety policy
Μετάφραση:
Health and safety policy
Ελληνικός όρος:
Πολιτική επιμόρφωσης
Αγγλικός όρος:
Training policy
Μετάφραση:
Training policy
Ελληνικός όρος:
Πολιτική ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality policy
Μετάφραση:
Quality policy
Ελληνικός όρος:
Πολιτική για την πρόληψη μεγάλων ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Major- accident prevention policy, MAPP
Μετάφραση:
Major- accident prevention policy, MAPP
Ελληνικός όρος:
Πολιτική υγείας και ασφάλειας στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational safety and health (OSH) policy
Μετάφραση:
Occupational safety and health (OSH) policy
Ελληνικός όρος:
Πολλαπλασιαστής του ενός τετάρτου των τετραγώνων
Αγγλικός όρος:
Quarter-square multiplier
Μετάφραση:
Quarter-square multiplier
Ελληνικός όρος:
Πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα
Αγγλικός όρος:
Domino effects
Μετάφραση:
Domino effects
Ελληνικός όρος:
Πολλαπλασιαστικός συντελεστής
Αγγλικός όρος:
Multiplying factor
Μετάφραση:
Multiplying factor
Ελληνικός όρος:
Πολλαπλές κακώσεις
Αγγλικός όρος:
Multiple injuries
Μετάφραση:
Multiple injuries
Ελληνικός όρος:
Πολλαπλή γραμμική εξάρτηση
Αγγλικός όρος:
Multiple linear regression
Μετάφραση:
Multiple linear regression
Ελληνικός όρος:
Πολλαπλή ευαισθησία σε χημικούς παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Multiple chemical sensitivity
Μετάφραση:
Multiple chemical sensitivity
Ελληνικός όρος:
Πολλαπλή λογαριθμιστική εξάρτηση
Αγγλικός όρος:
Multiple logistic regression
Μετάφραση:
Multiple logistic regression
Ελληνικός όρος:
Πολλαπλό
Αγγλικός όρος:
Replicate
Μετάφραση:
Replicate
Ελληνικός όρος:
Πόλοι καλωδίων
Αγγλικός όρος:
Cores in cables
Μετάφραση:
Cores in cables
Ελληνικός όρος:
Πόλος
Αγγλικός όρος:
Pole
Μετάφραση:
Pole
Ελληνικός όρος:
Πολτός
Αγγλικός όρος:
Pulp
Μετάφραση:
Pulp
Ελληνικός όρος:
Πολυ (4-12) αιθοξυλικοί εστέρες της εννεϋλοφαινόλης
Αγγλικός όρος:
Nonyl phenol poly(4-12) ethoxylates
Μετάφραση:
Nonyl phenol poly(4-12) ethoxylates
Ελληνικός όρος:
Πολυ (4-12) αιθοξυλικοί εστέρες της νονυλοφαινόλης
Αγγλικός όρος:
Nonyl phenol poly(4-12) ethoxylates
Μετάφραση:
Nonyl phenol poly(4-12) ethoxylates
Ελληνικός όρος:
Πολύ επικίνδυνο σκεύασμα φυτοφαρμάκου
Αγγλικός όρος:
Severely hazardous pesticide formulation
Μετάφραση:
Severely hazardous pesticide formulation
Ελληνικός όρος:
Πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Highly flammable
Μετάφραση:
Highly flammable
Ελληνικός όρος:
Πολύ μεγάλος κίνδυνος εκρήξεως από κρούση, τριβή, φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως
Αγγλικός όρος:
Extreme risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Μετάφραση:
Extreme risk of explosion by shock, friction, fire or other sources of ignition
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό για τους υδρόβιους οργανισμούς, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Very toxic to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Μετάφραση:
Very toxic to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Very toxic by inhalation and in contact with skin
Μετάφραση:
Very toxic by inhalation and in contact with skin
Ελληνικός όρος:
Πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως
Αγγλικός όρος:
Very toxic by inhalation and if swallowed
Μετάφραση:
Very toxic by inhalation and if swallowed
Ελληνικός όρος:
Πολυαιθεραμίνες
Αγγλικός όρος:
Polyetheramine
Μετάφραση:
Polyetheramine
Ελληνικός όρος:
Πολυαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Polyethylene, PE
Μετάφραση:
Polyethylene, PE
Ελληνικός όρος:
Πολυαλκοόλες πολυαλκυλενοξειδίου
Αγγλικός όρος:
Polyalkylene oxide polyol
Μετάφραση:
Polyalkylene oxide polyol
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
185
Page
186
Page
187
Page
188
Current page
189
Page
190
Page
191
Page
192
Page
193
…
Next page
››
Last page
τελευταία »