Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7273 - 7308 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός επαναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reset rate
Μετάφραση:
Reset rate
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός εργασίας καθοριζόμενος από τη μηχανή
Αγγλικός όρος:
Machine dictated work pace
Μετάφραση:
Machine dictated work pace
Ελληνικός όρος:
Ρυθμός καύσης
Αγγλικός όρος:
Burning rate
Μετάφραση:
Burning rate
Ελληνικός όρος:
Ρυμουλκούμενα οχήματα
Αγγλικός όρος:
Trailers
Μετάφραση:
Trailers
Ελληνικός όρος:
Ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Pollution
Μετάφραση:
Pollution
Ελληνικός όρος:
Ρύπανση του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental pollution
Μετάφραση:
Environmental pollution
Ελληνικός όρος:
Ρύποι/ρυπογόνες ουσίες του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Pollutants, environmental pollutants
Μετάφραση:
Pollutants, environmental pollutants
Ελληνικός όρος:
Σάκος
Αγγλικός όρος:
Bag
Μετάφραση:
Bag
Ελληνικός όρος:
Σάκχαρα
Αγγλικός όρος:
Sugars
Μετάφραση:
Sugars
Ελληνικός όρος:
Σακχαρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glutaric acid, pentanedioic acid, saccharic acid
Μετάφραση:
Glutaric acid, pentanedioic acid, saccharic acid
Ελληνικός όρος:
Σακχαρόζη
Αγγλικός όρος:
Sucrose
Μετάφραση:
Sucrose
Ελληνικός όρος:
Σακχαρώδης διαβήτης
Αγγλικός όρος:
Diabetes mellitus
Μετάφραση:
Diabetes mellitus
Ελληνικός όρος:
Σαλιγκενίνη ή σαλικυλική αλκοόλη ή 2-υδροξυβενζυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Saligenin or salicyl alcohol or 2-hydroxybenzyl alcohol
Μετάφραση:
Saligenin or salicyl alcohol or 2-hydroxybenzyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Σαλικίνη
Αγγλικός όρος:
Salicin
Μετάφραση:
Salicin
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλική αλδεΰδη ή σαλικυλαλδεΰδη ή ο-υδροξυβενζαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Salicylaldehyde or o-hydroxybenzaldehyde
Μετάφραση:
Salicylaldehyde or o-hydroxybenzaldehyde
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium salicylate
Μετάφραση:
Ammonium salicylate
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλικό νάτριο ή ο-υδροξυβενζοϊκό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium salicylate or sodium o-hydroxybenzoate
Μετάφραση:
Sodium salicylate or sodium o-hydroxybenzoate
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλικό οξύ ή ορθοϋδροξυβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Salicylic acid or orthohydroxybenzoic acid
Μετάφραση:
Salicylic acid or orthohydroxybenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Σαλικυλικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl salicylate
Μετάφραση:
Methyl salicylate
Ελληνικός όρος:
Σαμάριο
Αγγλικός όρος:
Samarium (Sm)
Μετάφραση:
Samarium (Sm)
Ελληνικός όρος:
Σανίδες φόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Load boards
Μετάφραση:
Load boards
Ελληνικός όρος:
Σαπούνι
Αγγλικός όρος:
Soap
Μετάφραση:
Soap
Ελληνικός όρος:
Σαπωνοποίηση
Αγγλικός όρος:
Saponification
Μετάφραση:
Saponification
Ελληνικός όρος:
Σάρωση
Αγγλικός όρος:
Scanning
Μετάφραση:
Scanning
Ελληνικός όρος:
Σάρωση αναρρόφησης
Αγγλικός όρος:
Vacuuming
Μετάφραση:
Vacuuming
Ελληνικός όρος:
Σαφρόλη ή έλαιο σασσαφράς
Αγγλικός όρος:
Safrole or oil of sassafras
Μετάφραση:
Safrole or oil of sassafras
Ελληνικός όρος:
Σβέση
Αγγλικός όρος:
Quenched
Μετάφραση:
Quenched
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με νερό ελευθερώνονται τοξικά, εξόχως εύφλεκτα αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with water liberates toxic, extremely flammable gas
Μετάφραση:
Contact with water liberates toxic, extremely flammable gas
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με οξέα ελευθερώνονται πολύ τοξικά αέρια
Αγγλικός όρος:
Contact with acids liberates very toxic gas
Μετάφραση:
Contact with acids liberates very toxic gas
Ελληνικός όρος:
Σε επαφή με το νερό ελευθερώνει εύφλεκτα αέρια τα οποία μπορούν να αυτοαναφλεγούν
Αγγλικός όρος:
In contact with water releases flammable gases which may ignite spontaneously
Μετάφραση:
In contact with water releases flammable gases which may ignite spontaneously
Ελληνικός όρος:
Σε περίπτωση ανεπαρκούς αερισμού, να φοράτε μέσα ατομικής προστασίας της αναπνοής
Αγγλικός όρος:
In case of inadequate ventilation wear respiratory protection
Μετάφραση:
In case of inadequate ventilation wear respiratory protection
Ελληνικός όρος:
Σε περίπτωση ανεπαρκούς αερισμού, χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή
Αγγλικός όρος:
In case of insufficient ventilation, wear suitable respiratory equipment
Μετάφραση:
In case of insufficient ventilation, wear suitable respiratory equipment
Ελληνικός όρος:
Σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή
Αγγλικός όρος:
In case of accident or if you feel unwell, seek medical advice immediately
Μετάφραση:
In case of accident or if you feel unwell, seek medical advice immediately
Ελληνικός όρος:
Σε περίπτωση ατυχήματος λόγω εισπνοής: απομακρύνετε το θύμα από το μολυσμένο χώρο και αφήστε το να ηρεμήσει
Αγγλικός όρος:
In case of accident by inhalation: remove casualty to fresh air and keep at rest
Μετάφραση:
In case of accident by inhalation: remove casualty to fresh air and keep at rest
Ελληνικός όρος:
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ: Εάν ο παθών έχει δύσπνοια, μεταφέρετέ τον στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή
Αγγλικός όρος:
IF INHALED: If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Μετάφραση:
IF INHALED: If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Ελληνικός όρος:
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ: Μεταφέρετε τον παθόντα στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή
Αγγλικός όρος:
IF INHALED: Remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Μετάφραση:
IF INHALED: Remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
199
Page
200
Page
201
Page
202
Current page
203
Page
204
Page
205
Page
206
Page
207
…
Next page
››
Last page
τελευταία »