Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7489 - 7524 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Στατιστικό Γραφείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Αγγλικός όρος:
Statistical Office of the European Communities
Μετάφραση:
Statistical Office of the European Communities
Ελληνικός όρος:
Στατιστικός Έλεγχος Διεργασιών
Αγγλικός όρος:
Statistical Process Control
Μετάφραση:
Statistical Process Control
Ελληνικός όρος:
Στεαραμίδιο ή στεατοαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Stearamide
Μετάφραση:
Stearamide
Ελληνικός όρος:
Στέατα
Αγγλικός όρος:
Stearates
Μετάφραση:
Stearates
Ελληνικός όρος:
Στεατικό οξύ ή δεκαοκτανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Stearic acid or octadecanoic acid (C18H36O2)
Μετάφραση:
Stearic acid or octadecanoic acid (C18H36O2)
Ελληνικός όρος:
Στεατικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl stearate
Μετάφραση:
Ethyl stearate
Ελληνικός όρος:
Στεατοϋλοχλωρίδιο ή χλωρίδιο στεατικού οξέος
Αγγλικός όρος:
Stearoylchloride
Μετάφραση:
Stearoylchloride
Ελληνικός όρος:
Στεγανό σύγκρουσης
Αγγλικός όρος:
Forepeak
Μετάφραση:
Forepeak
Ελληνικός όρος:
Στεγανοποίηση
Αγγλικός όρος:
Sealing
Μετάφραση:
Sealing
Ελληνικός όρος:
Στεγανοποιητικός δακτύλιος
Αγγλικός όρος:
Sealing ring
Μετάφραση:
Sealing ring
Ελληνικός όρος:
Στεγανότητα
Αγγλικός όρος:
Tightness
Μετάφραση:
Tightness
Ελληνικός όρος:
Στέγη
Αγγλικός όρος:
Roof
Μετάφραση:
Roof
Ελληνικός όρος:
Στεγνό καθάρισμα
Αγγλικός όρος:
Dry cleaning
Μετάφραση:
Dry cleaning
Ελληνικός όρος:
Στεγνωτήρας παρτίδας
Αγγλικός όρος:
Drying stove
Μετάφραση:
Drying stove
Ελληνικός όρος:
Στεγνωτήρες συνεχούς ροής
Αγγλικός όρος:
Continuous dryers
Μετάφραση:
Continuous dryers
Ελληνικός όρος:
Στεγνωτήριο με αέρα
Αγγλικός όρος:
Air dryer
Μετάφραση:
Air dryer
Ελληνικός όρος:
Στελέχωση
Αγγλικός όρος:
Staffing
Μετάφραση:
Staffing
Ελληνικός όρος:
Στερεά άλατα
Αγγλικός όρος:
Solid salts
Μετάφραση:
Solid salts
Ελληνικός όρος:
Στερεά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Solid wastes
Μετάφραση:
Solid wastes
Ελληνικός όρος:
Στερεά γωνία
Αγγλικός όρος:
Solid angle
Μετάφραση:
Solid angle
Ελληνικός όρος:
Στερεά κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Solid state
Μετάφραση:
Solid state
Ελληνικός όρος:
Στερεακτίνιο
Αγγλικός όρος:
Steradian
Μετάφραση:
Steradian
Ελληνικός όρος:
Στερεό εμπόδιο
Αγγλικός όρος:
Solid obstacle
Μετάφραση:
Solid obstacle
Ελληνικός όρος:
Στεροϊδές
Αγγλικός όρος:
Steroid
Μετάφραση:
Steroid
Ελληνικός όρος:
Στήθος
Αγγλικός όρος:
Chest
Μετάφραση:
Chest
Ελληνικός όρος:
Στιβάδα του όζοντος
Αγγλικός όρος:
Ozone layer
Μετάφραση:
Ozone layer
Ελληνικός όρος:
Στιβίνη ή υδρίδιο του αντιμονίου
Αγγλικός όρος:
Stibine or antimony hydride
Μετάφραση:
Stibine or antimony hydride
Ελληνικός όρος:
Στιγμιαία κορυφή (π.χ θορύβου)
Αγγλικός όρος:
Spike
Μετάφραση:
Spike
Ελληνικός όρος:
Στιγμιαίο δείγμα
Αγγλικός όρος:
Spot sample
Μετάφραση:
Spot sample
Ελληνικός όρος:
Στιλβένιο
Αγγλικός όρος:
Stilbene
Μετάφραση:
Stilbene
Ελληνικός όρος:
Στιλβολείανση
Αγγλικός όρος:
Polish grinding
Μετάφραση:
Polish grinding
Ελληνικός όρος:
Στίλβωση
Αγγλικός όρος:
Polishing
Μετάφραση:
Polishing
Ελληνικός όρος:
Στιλβωτής
Αγγλικός όρος:
Polisher
Μετάφραση:
Polisher
Ελληνικός όρος:
Στιλβωτικές μηχανές
Αγγλικός όρος:
Polishing machines
Μετάφραση:
Polishing machines
Ελληνικός όρος:
Στιλπνότητα
Αγγλικός όρος:
Gloss
Μετάφραση:
Gloss
Ελληνικός όρος:
Στοίβαγμα
Αγγλικός όρος:
Piling
Μετάφραση:
Piling
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
205
Page
206
Page
207
Page
208
Current page
209
Page
210
Page
211
Page
212
Page
213
…
Next page
››
Last page
τελευταία »