Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7885 - 7920 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Σχετική ταχύτητα
Αγγλικός όρος:
Relative rate
Μετάφραση:
Relative rate
Ελληνικός όρος:
Σχετική ταχύτητα αντίδρασης
Αγγλικός όρος:
Relative rate of reaction
Μετάφραση:
Relative rate of reaction
Ελληνικός όρος:
Σχετική τυπική απόκλιση του εργαστηρίου
Αγγλικός όρος:
Relative standard deviations of the laboratory (RSDL)
Μετάφραση:
Relative standard deviations of the laboratory (RSDL)
Ελληνικός όρος:
Σχετική υγρασία
Αγγλικός όρος:
Relative humidity
Μετάφραση:
Relative humidity
Ελληνικός όρος:
Σχετικό επίπεδο σοβαρότητας των κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Relative level of severity of hazards
Μετάφραση:
Relative level of severity of hazards
Ελληνικός όρος:
Σχετικό σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Relative error
Μετάφραση:
Relative error
Ελληνικός όρος:
Σχετικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Relevant hazard
Μετάφραση:
Relevant hazard
Ελληνικός όρος:
Σχήμα
Αγγλικός όρος:
Shape
Μετάφραση:
Shape
Ελληνικός όρος:
Σχήμα πιστοποίησης
Αγγλικός όρος:
Certification scheme
Μετάφραση:
Certification scheme
Ελληνικός όρος:
Σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Forms very sensitive explosive metallic compounds
Μετάφραση:
Forms very sensitive explosive metallic compounds
Ελληνικός όρος:
Σχισίματα
Αγγλικός όρος:
Lacerations
Μετάφραση:
Lacerations
Ελληνικός όρος:
Σχισμή εξόδου
Αγγλικός όρος:
Exit slit
Μετάφραση:
Exit slit
Ελληνικός όρος:
Σχιστόλιθος
Αγγλικός όρος:
Slate
Μετάφραση:
Slate
Ελληνικός όρος:
Σχοινί ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety line, life line
Μετάφραση:
Safety line, life line
Ελληνικός όρος:
Σωλήνας
Αγγλικός όρος:
Pipe, tube
Μετάφραση:
Pipe, tube
Ελληνικός όρος:
Σωλήνες πυρόσβεσης
Αγγλικός όρος:
Fire-fighting hoses
Μετάφραση:
Fire-fighting hoses
Ελληνικός όρος:
Σωληνοθέτης
Αγγλικός όρος:
Pipelayer
Μετάφραση:
Pipelayer
Ελληνικός όρος:
Σωλήνωση
Αγγλικός όρος:
Piping, pipeline
Μετάφραση:
Piping, pipeline
Ελληνικός όρος:
Σώμα
Αγγλικός όρος:
Body
Μετάφραση:
Body
Ελληνικός όρος:
Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work Inspection Body
Μετάφραση:
Work Inspection Body
Ελληνικός όρος:
Σωματίδια (π.χ. πρωτόνια)
Αγγλικός όρος:
Particles
Μετάφραση:
Particles
Ελληνικός όρος:
Σωματίδια (π.χ. σκόνης)
Αγγλικός όρος:
Particulates
Μετάφραση:
Particulates
Ελληνικός όρος:
Σωματιδιακή ύλη
Αγγλικός όρος:
Particulate matter
Μετάφραση:
Particulate matter
Ελληνικός όρος:
Σωματική βία
Αγγλικός όρος:
Physical violence
Μετάφραση:
Physical violence
Ελληνικός όρος:
Σωματική βλάβη
Αγγλικός όρος:
Physical harm
Μετάφραση:
Physical harm
Ελληνικός όρος:
Σωματική εργασία
Αγγλικός όρος:
Physical work
Μετάφραση:
Physical work
Ελληνικός όρος:
Σωματική κόπωση
Αγγλικός όρος:
Physical fatigue
Μετάφραση:
Physical fatigue
Ελληνικός όρος:
Σωσίβιες ζώνες
Αγγλικός όρος:
Life belts
Μετάφραση:
Life belts
Ελληνικός όρος:
Σωσίβιο γιλέκο
Αγγλικός όρος:
Lifejacket
Μετάφραση:
Lifejacket
Ελληνικός όρος:
Τάγγισμα
Αγγλικός όρος:
Rancidity
Μετάφραση:
Rancidity
Ελληνικός όρος:
Ταγκατόζη
Αγγλικός όρος:
Tagatose
Μετάφραση:
Tagatose
Ελληνικός όρος:
Ταινία μονωτική
Αγγλικός όρος:
Insulating tape
Μετάφραση:
Insulating tape
Ελληνικός όρος:
Ταινίες απορρόφησης δακτυλικών αποτυπωμάτων
Αγγλικός όρος:
Fingerprint absorption band
Μετάφραση:
Fingerprint absorption band
Ελληνικός όρος:
Ταινίες περίδεσης παλετών
Αγγλικός όρος:
Pallet collars
Μετάφραση:
Pallet collars
Ελληνικός όρος:
Ταινιόδρομος
Αγγλικός όρος:
Floor conveyor
Μετάφραση:
Floor conveyor
Ελληνικός όρος:
Ταλάντωση
Αγγλικός όρος:
Oscillation
Μετάφραση:
Oscillation
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
216
Page
217
Page
218
Page
219
Current page
220
Page
221
Page
222
Page
223
Page
224
…
Next page
››
Last page
τελευταία »