Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1549 - 1584 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βακτήριο ή βακτηρίδιο
Αγγλικός όρος:
Bacterium
Μετάφραση:
Bacterium
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα
Αγγλικός όρος:
Valve
Μετάφραση:
Valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα αντεπιστροφής
Αγγλικός όρος:
Non return valve
Μετάφραση:
Non return valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety valve
Μετάφραση:
Safety valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα εισαγωγής
Αγγλικός όρος:
Inlet valve
Μετάφραση:
Inlet valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα εξαγωγής
Αγγλικός όρος:
Outlet valve
Μετάφραση:
Outlet valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα θραύσης
Αγγλικός όρος:
Rupture valve
Μετάφραση:
Rupture valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα καθόδου
Αγγλικός όρος:
Down acting valve
Μετάφραση:
Down acting valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα κατάθλιψης
Αγγλικός όρος:
Vacuum valve
Μετάφραση:
Vacuum valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα κενού
Αγγλικός όρος:
Vacuum valve
Μετάφραση:
Vacuum valve
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα περιορισμού της ροής
Αγγλικός όρος:
One-way restrictor
Μετάφραση:
One-way restrictor
Ελληνικός όρος:
Βαλβίδα φιάλης αερίου
Αγγλικός όρος:
Gas cylinder valve
Μετάφραση:
Gas cylinder valve
Ελληνικός όρος:
Βαλεριαλδεΰδη ή πεντανάλη
Αγγλικός όρος:
Valeraldehyde, pentanal
Μετάφραση:
Valeraldehyde, pentanal
Ελληνικός όρος:
Βαλεριαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Valeramide
Μετάφραση:
Valeramide
Ελληνικός όρος:
Βαλεριανικό οξύ ή πεντανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Valeric acid, pentanoic acid
Μετάφραση:
Valeric acid, pentanoic acid
Ελληνικός όρος:
Βαλεριανικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl valerate
Μετάφραση:
Ethyl valerate
Ελληνικός όρος:
Βαλεριονιτρίλιο ή πεντανονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Valeronitrile, pentanenitrile
Μετάφραση:
Valeronitrile, pentanenitrile
Ελληνικός όρος:
Βαλερυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Valeryl chloride
Μετάφραση:
Valeryl chloride
Ελληνικός όρος:
Βαλίνη
Αγγλικός όρος:
Valin, Val, V
Μετάφραση:
Valin, Val, V
Ελληνικός όρος:
Βαμβακέλαιο
Αγγλικός όρος:
Cottonseed oil
Μετάφραση:
Cottonseed oil
Ελληνικός όρος:
Βαμβάκι
Αγγλικός όρος:
Cotton
Μετάφραση:
Cotton
Ελληνικός όρος:
Βαμβακοπυρίτιδα
Αγγλικός όρος:
Guncotton
Μετάφραση:
Guncotton
Ελληνικός όρος:
Βαμιδοθείο
Αγγλικός όρος:
Vamidothion
Μετάφραση:
Vamidothion
Ελληνικός όρος:
Βανάδιο
Αγγλικός όρος:
Vanadium (V)
Μετάφραση:
Vanadium (V)
Ελληνικός όρος:
Βανιλλίνη ή έλαιο από κόκκους βανίλλης
Αγγλικός όρος:
Vanillin, oil of vanilla bean
Μετάφραση:
Vanillin, oil of vanilla bean
Ελληνικός όρος:
Βαρβιτουρικά
Αγγλικός όρος:
Barbiturates
Μετάφραση:
Barbiturates
Ελληνικός όρος:
Βαρβιτουρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Barbituric acid or malonylurea
Μετάφραση:
Barbituric acid or malonylurea
Ελληνικός όρος:
Βάρδια
Αγγλικός όρος:
Shift, watch, work shift
Μετάφραση:
Shift, watch, work shift
Ελληνικός όρος:
Βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα
Αγγλικός όρος:
Arduous and unhealthy occupations
Μετάφραση:
Arduous and unhealthy occupations
Ελληνικός όρος:
Βαρέα μέταλλα
Αγγλικός όρος:
Heavy metals
Μετάφραση:
Heavy metals
Ελληνικός όρος:
Βαρέλι
Αγγλικός όρος:
Drum
Μετάφραση:
Drum
Ελληνικός όρος:
Βαρέλι πίεσης
Αγγλικός όρος:
Pressure drum
Μετάφραση:
Pressure drum
Ελληνικός όρος:
Βαρηκοΐα
Αγγλικός όρος:
Hypoacousis, deafness caused by noise
Μετάφραση:
Hypoacousis, deafness caused by noise
Ελληνικός όρος:
Βαριές
Αγγλικός όρος:
Sledge hammers
Μετάφραση:
Sledge hammers
Ελληνικός όρος:
Βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium, Ba
Μετάφραση:
Barium, Ba
Ελληνικός όρος:
Βαριοπούλες
Αγγλικός όρος:
Stone breaking hammers
Μετάφραση:
Stone breaking hammers
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
40
Page
41
Page
42
Page
43
Current page
44
Page
45
Page
46
Page
47
Page
48
…
Next page
››
Last page
τελευταία »