Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1801 - 1836 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βουτοξείδιο του καλίου
Αγγλικός όρος:
Potassium butoxide
Μετάφραση:
Potassium butoxide
Ελληνικός όρος:
Βουτοξυαιθανόλη
Αγγλικός όρος:
Butoxyethanol, EGBE
Μετάφραση:
Butoxyethanol, EGBE
Ελληνικός όρος:
Βουτοξυαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Butoxyethyl ester
Μετάφραση:
Butoxyethyl ester
Ελληνικός όρος:
Βουτραλίνη
Αγγλικός όρος:
Butralin
Μετάφραση:
Butralin
Ελληνικός όρος:
Βουτυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl ether
Μετάφραση:
Butyl ether
Ελληνικός όρος:
Βουτυλακετόνη
Αγγλικός όρος:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Μετάφραση:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Ελληνικός όρος:
Βουτυλακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Butylacetylene, Hexyne
Μετάφραση:
Butylacetylene, Hexyne
Ελληνικός όρος:
Βουτυλαλδεΰδη ή βουτανάλη ή βουτυλική αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Butylaldehyde, butanal
Μετάφραση:
Butylaldehyde, butanal
Ελληνικός όρος:
Βουτυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Butylamine
Μετάφραση:
Butylamine
Ελληνικός όρος:
Βουτυλένιο
Αγγλικός όρος:
Butylene
Μετάφραση:
Butylene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Butyl alcohol
Μετάφραση:
Butyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Βουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl
Μετάφραση:
Butyl
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοαιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl ethyl ether
Μετάφραση:
Butyl ethyl ether
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Butyl benzoic acid
Μετάφραση:
Butyl benzoic acid
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Butylbenzene
Μετάφραση:
Butylbenzene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοβρωμίδιο ή βρωμοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Butyl bromide or bromobutane
Μετάφραση:
Butyl bromide or bromobutane
Ελληνικός όρος:
Βουτυλογλυκιδυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl glycidyl ether, BGE
Μετάφραση:
Butyl glycidyl ether, BGE
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοισοβουτυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Butyl isobutyl ether
Μετάφραση:
Butyl isobutyl ether
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοϊωδίδιο ή ιωδοβουτάνιο
Αγγλικός όρος:
Butyl iodide or iodobutane
Μετάφραση:
Butyl iodide or iodobutane
Ελληνικός όρος:
Βουτυλομερκαπτάνη
Αγγλικός όρος:
Butyl mercaptan
Μετάφραση:
Butyl mercaptan
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl toluene
Μετάφραση:
Butyl toluene
Ελληνικός όρος:
Βουτυλουδροξυτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Butylated hydroxytoluene, BHT
Μετάφραση:
Butylated hydroxytoluene, BHT
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοϋποχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyl hypochloride
Μετάφραση:
Butyl hypochloride
Ελληνικός όρος:
Βουτυλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Butylphenol
Μετάφραση:
Butylphenol
Ελληνικός όρος:
Βουτυραμίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyramide
Μετάφραση:
Butyramide
Ελληνικός όρος:
Βουτυρικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium butyrate
Μετάφραση:
Sodium butyrate
Ελληνικός όρος:
Βουτυρικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl butyrate
Μετάφραση:
Ethyl butyrate
Ελληνικός όρος:
Βουτυρολακτόνη
Αγγλικός όρος:
Butyrolactone
Μετάφραση:
Butyrolactone
Ελληνικός όρος:
Βουτυροφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Butyrophenone
Μετάφραση:
Butyrophenone
Ελληνικός όρος:
Βουτυρυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Butyryl chloride
Μετάφραση:
Butyryl chloride
Ελληνικός όρος:
Βραδυκαρδία
Αγγλικός όρος:
Bradycardia
Μετάφραση:
Bradycardia
Ελληνικός όρος:
Βραχίονας
Αγγλικός όρος:
Arm
Μετάφραση:
Arm
Ελληνικός όρος:
Βραχυκύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Short circuit
Μετάφραση:
Short circuit
Ελληνικός όρος:
Βραχυκυκλωμένος δρομέας
Αγγλικός όρος:
Squirrel cage rotor
Μετάφραση:
Squirrel cage rotor
Ελληνικός όρος:
Βραχυκυκλωτής
Αγγλικός όρος:
Shunt
Μετάφραση:
Shunt
Ελληνικός όρος:
Βρετανικό Ίδρυμα Ποιότητας
Αγγλικός όρος:
British Quality Foundation
Μετάφραση:
British Quality Foundation
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
47
Page
48
Page
49
Page
50
Current page
51
Page
52
Page
53
Page
54
Page
55
…
Next page
››
Last page
τελευταία »