Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2161 - 2196 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Δήλωση προφύλαξης
Αγγλικός όρος:
Precaution statement
Μετάφραση:
Precaution statement
Ελληνικός όρος:
Δήλωση συμβατότητας
Αγγλικός όρος:
Statement of compliance
Μετάφραση:
Statement of compliance
Ελληνικός όρος:
Δήλωση τιμών εκπομπής θορύβου
Αγγλικός όρος:
Noise emission declaration
Μετάφραση:
Noise emission declaration
Ελληνικός όρος:
Δήμητον
Αγγλικός όρος:
Demeton
Μετάφραση:
Demeton
Ελληνικός όρος:
Δημήτριο
Αγγλικός όρος:
Cerium, Ce
Μετάφραση:
Cerium, Ce
Ελληνικός όρος:
Δημιουργία (π.χ. θεσμού)
Αγγλικός όρος:
Establishment
Μετάφραση:
Establishment
Ελληνικός όρος:
Δημιουργία υποδομή χωρικών πληροφοριών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Αγγλικός όρος:
Infrastructure for Spatial Information in the European Community, INSPIRE
Μετάφραση:
Infrastructure for Spatial Information in the European Community, INSPIRE
Ελληνικός όρος:
Δημόσια αρχή
Αγγλικός όρος:
Public authority
Μετάφραση:
Public authority
Ελληνικός όρος:
Δημόσια Επιχείρηση Κοινής Ωφέλειας
Αγγλικός όρος:
Public Utilities and Services
Μετάφραση:
Public Utilities and Services
Ελληνικός όρος:
Δημόσια Υγεία
Αγγλικός όρος:
Public Health
Μετάφραση:
Public Health
Ελληνικός όρος:
Δημοσίευση
Αγγλικός όρος:
Publication
Μετάφραση:
Publication
Ελληνικός όρος:
Δημόσιοι χώροι
Αγγλικός όρος:
Public spaces
Μετάφραση:
Public spaces
Ελληνικός όρος:
Δημόσιος τομέας
Αγγλικός όρος:
Public sector
Μετάφραση:
Public sector
Ελληνικός όρος:
Διαβαθμισμένη διαμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Staggered conformation
Μετάφραση:
Staggered conformation
Ελληνικός όρος:
Διαβαθμονόμηση
Αγγλικός όρος:
Intercalibration
Μετάφραση:
Intercalibration
Ελληνικός όρος:
Διαβάστε την ετικέτα πριν από τη χρήση
Αγγλικός όρος:
Read label before use
Μετάφραση:
Read label before use
Ελληνικός όρος:
Διαβούλευση για θέματα ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety consultation
Μετάφραση:
Safety consultation
Ελληνικός όρος:
Διαβούλευση με τους εργαζομένους
Αγγλικός όρος:
Worker consultation
Μετάφραση:
Worker consultation
Ελληνικός όρος:
Διαβρεξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Wettability
Μετάφραση:
Wettability
Ελληνικός όρος:
Διαβροχή ή εφύγρανση
Αγγλικός όρος:
Wetting
Μετάφραση:
Wetting
Ελληνικός όρος:
Διάβρωση
Αγγλικός όρος:
Corrosion, Pitting
Μετάφραση:
Corrosion, Pitting
Ελληνικός όρος:
Διάβρωση του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin corrosion
Μετάφραση:
Skin corrosion
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικά μέσα
Αγγλικός όρος:
Corrosives
Μετάφραση:
Corrosives
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Corrosive substances
Μετάφραση:
Corrosive substances
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικό
Αγγλικός όρος:
Corrosive
Μετάφραση:
Corrosive
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικό μετάλλου
Αγγλικός όρος:
Corrosive to metals
Μετάφραση:
Corrosive to metals
Ελληνικός όρος:
Διαβρωτικό της αναπνευστικής οδού
Αγγλικός όρος:
Corrosive to the respiratory tract
Μετάφραση:
Corrosive to the respiratory tract
Ελληνικός όρος:
Διάγνωση
Αγγλικός όρος:
Diagnosis
Μετάφραση:
Diagnosis
Ελληνικός όρος:
Διαγνωστική δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Diagnostic test
Μετάφραση:
Diagnostic test
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα αιτίας- αποτελέσματος
Αγγλικός όρος:
Cause- effect diagram
Μετάφραση:
Cause- effect diagram
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα αποφάσεων
Αγγλικός όρος:
Decision tree
Μετάφραση:
Decision tree
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα βαθμονόμησης
Αγγλικός όρος:
Calibration graph
Μετάφραση:
Calibration graph
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control chart
Μετάφραση:
Control chart
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα ή γραφική παράσταση
Αγγλικός όρος:
Diagram, plot, graphical representation
Μετάφραση:
Diagram, plot, graphical representation
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα ροής
Αγγλικός όρος:
Flow-diagram, flow chart, flow sheet diagram
Μετάφραση:
Flow-diagram, flow chart, flow sheet diagram
Ελληνικός όρος:
Διάγραμμα συσχέτισης
Αγγλικός όρος:
Correlogram
Μετάφραση:
Correlogram
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
57
Page
58
Page
59
Page
60
Current page
61
Page
62
Page
63
Page
64
Page
65
…
Next page
››
Last page
τελευταία »