Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2341 - 2376 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Διασωστικά οχήματα
Αγγλικός όρος:
Rescue service vehicles
Μετάφραση:
Rescue service vehicles
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις αγκύρωσης
Αγγλικός όρος:
Anchor devices
Μετάφραση:
Anchor devices
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις αναστολής λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Trip devices
Μετάφραση:
Trip devices
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις απομόνωσης ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Energy-isolating devices
Μετάφραση:
Energy-isolating devices
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις ενδομανδάλωσης
Αγγλικός όρος:
Interlocking devices
Μετάφραση:
Interlocking devices
Ελληνικός όρος:
Διατάξεις θέρμανσης με αντίσταση
Αγγλικός όρος:
Resistance heating devices
Μετάφραση:
Resistance heating devices
Ελληνικός όρος:
Διάταξη
Αγγλικός όρος:
Configuration
Μετάφραση:
Configuration
Ελληνικός όρος:
Διάταξη (διευθέτηση) του γραφείου
Αγγλικός όρος:
Office layout
Μετάφραση:
Office layout
Ελληνικός όρος:
Διάταξη ελέγχου με συνεχή ενεργοποίηση
Αγγλικός όρος:
Hold-to run control device
Μετάφραση:
Hold-to run control device
Ελληνικός όρος:
Διάταξη εμπλοκής
Αγγλικός όρος:
Clamping device
Μετάφραση:
Clamping device
Ελληνικός όρος:
Διάταξη ενεργοποίησης
Αγγλικός όρος:
Enabling device
Μετάφραση:
Enabling device
Ελληνικός όρος:
Διάταξη επείγουσας διακοπής
Αγγλικός όρος:
Emergency stop
Μετάφραση:
Emergency stop
Ελληνικός όρος:
Διάταξη μηχανικής απομόνωσης
Αγγλικός όρος:
Mechanical restraint device
Μετάφραση:
Mechanical restraint device
Ελληνικός όρος:
Διάταξη προστασίας ή προστατευτικό μέτρο
Αγγλικός όρος:
Safeguard
Μετάφραση:
Safeguard
Ελληνικός όρος:
Διάταξη σφηνώματος
Αγγλικός όρος:
Pawl device
Μετάφραση:
Pawl device
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές (επιπτώσεις) στην παραγωγή
Αγγλικός όρος:
Production disturbances
Μετάφραση:
Production disturbances
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές στο αναπαραγωγικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Reproductive disorders
Μετάφραση:
Reproductive disorders
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές των άνω άκρων
Αγγλικός όρος:
Upper limb disorders
Μετάφραση:
Upper limb disorders
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές των κάτω άκρων
Αγγλικός όρος:
Lower limb disorders
Μετάφραση:
Lower limb disorders
Ελληνικός όρος:
Διαταραχές ύπνου
Αγγλικός όρος:
Sleep disorders or sleep problems
Μετάφραση:
Sleep disorders or sleep problems
Ελληνικός όρος:
Διατηρείστε το δοχείο ερμητικά κλεισμένο σε δροσερό μέρος
Αγγλικός όρος:
Keep container tightly closed in a cool place
Μετάφραση:
Keep container tightly closed in a cool place
Ελληνικός όρος:
Διατηρείστε το δοχείο καλά κλεισμένο σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους … οC
Αγγλικός όρος:
Keep container tightly closed and at a temperature not exceeding … 0C
Μετάφραση:
Keep container tightly closed and at a temperature not exceeding … 0C
Ελληνικός όρος:
Διατηρείται δροσερό
Αγγλικός όρος:
Keep cool
Μετάφραση:
Keep cool
Ελληνικός όρος:
Διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Keep only in the original container
Μετάφραση:
Keep only in the original container
Ελληνικός όρος:
Διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε δροσερό και καλά αεριζόμενο μέρος μακριά από …
Αγγλικός όρος:
Keep only in the original container in a cool, well-ventilated place away from …
Μετάφραση:
Keep only in the original container in a cool, well-ventilated place away from …
Ελληνικός όρος:
Διατηρείται/Φυλάσσεται μακριά από ενδύματα/…/καύσιμα υλικά
Αγγλικός όρος:
Keep/Store away from clothing/…/combustible materials
Μετάφραση:
Keep/Store away from clothing/…/combustible materials
Ελληνικός όρος:
Διατήρηση
Αγγλικός όρος:
Keeping
Μετάφραση:
Keeping
Ελληνικός όρος:
Διατίθεται στην αγορά
Αγγλικός όρος:
Publicly available, PA
Μετάφραση:
Publicly available, PA
Ελληνικός όρος:
Διάτρηση
Αγγλικός όρος:
Penetration
Μετάφραση:
Penetration
Ελληνικός όρος:
Διάτρηση ή ήλωση ή σφυρηλάτηση
Αγγλικός όρος:
Puncture, riveting, nailing, needle punching,hammering, forging
Μετάφραση:
Puncture, riveting, nailing, needle punching,hammering, forging
Ελληνικός όρος:
Διατρητική σφύρα
Αγγλικός όρος:
Jackhammer
Μετάφραση:
Jackhammer
Ελληνικός όρος:
Διατροπικές μονάδες φόρτωσης
Αγγλικός όρος:
Intermodal loading units
Μετάφραση:
Intermodal loading units
Ελληνικός όρος:
Διατροφή
Αγγλικός όρος:
Nutrition
Μετάφραση:
Nutrition
Ελληνικός όρος:
Διατροφή των ζώων
Αγγλικός όρος:
Animal nutrition
Μετάφραση:
Animal nutrition
Ελληνικός όρος:
Διαφάνεια
Αγγλικός όρος:
Transparency
Μετάφραση:
Transparency
Ελληνικός όρος:
Διαφανής
Αγγλικός όρος:
Transparent
Μετάφραση:
Transparent
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
62
Page
63
Page
64
Page
65
Current page
66
Page
67
Page
68
Page
69
Page
70
…
Next page
››
Last page
τελευταία »