Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2557 - 2592 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλογλυοξίμη
Αγγλικός όρος:
Dimethylglyoxime
Μετάφραση:
Dimethylglyoxime
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοϊσοκινολίνη
Αγγλικός όρος:
Dimethylisoquinoline
Μετάφραση:
Dimethylisoquinoline
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκαρβαμοϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl carbamoyl chloride
Μετάφραση:
Dimethyl carbamoyl chloride
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dimethyl octanoic acid
Μετάφραση:
Dimethyl octanoic acid
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοκυκλοεξαναμίνη
Αγγλικός όρος:
Cyclohexyldimethylamine, dimethylcyclohexanamine
Μετάφραση:
Cyclohexyldimethylamine, dimethylcyclohexanamine
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλονιτροζαμίνη
Αγγλικός όρος:
Nitrosodimethylamine, dimethylnitrosamine, DMN
Μετάφραση:
Nitrosodimethylamine, dimethylnitrosamine, DMN
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοπροπύλιο 2,2-
Αγγλικός όρος:
Neopentyl
Μετάφραση:
Neopentyl
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοσουλφοξείδιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulfoxide
Μετάφραση:
Dimethyl sulfoxide
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοτριχλωροφαινυλοτριφωσφορικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate
Μετάφραση:
Fenclorophos, runnel, dimethyl trichlorophenyl thiophosphate
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλουρία
Αγγλικός όρος:
Dimethylurea
Μετάφραση:
Dimethylurea
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοφορμαμίδιο Ν,Ν-
Αγγλικός όρος:
N,N-dimethylformamide, DMF
Μετάφραση:
N,N-dimethylformamide, DMF
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλοχλωροαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Chloromethyl methyl ether, dimethylchloroether
Μετάφραση:
Chloromethyl methyl ether, dimethylchloroether
Ελληνικός όρος:
Διμεθυλυδραζίνη
Αγγλικός όρος:
Dimethylhydrazine
Μετάφραση:
Dimethylhydrazine
Ελληνικός όρος:
Διμερές
Αγγλικός όρος:
Dimer
Μετάφραση:
Dimer
Ελληνικός όρος:
Διμερισμός
Αγγλικός όρος:
Dimerization
Μετάφραση:
Dimerization
Ελληνικός όρος:
Δι-μ-οξο-δι-n-βουτυλοκασσιτερο-υδροξυβοράνιο/διοξακασσιτερο-βορετανόλη-4
Αγγλικός όρος:
Di-μ-oxo-di-n-butylstannio-hydroxyborane/dioxastannaboretan-4-ol, DBB
Μετάφραση:
Di-μ-oxo-di-n-butylstannio-hydroxyborane/dioxastannaboretan-4-ol, DBB
Ελληνικός όρος:
Δινικοναζόλη-Μ
Αγγλικός όρος:
Diniconazole-M
Μετάφραση:
Diniconazole-M
Ελληνικός όρος:
Δινιτολμίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Μετάφραση:
Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Ελληνικός όρος:
Δινιτρική αιθυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Ethylene glycol dinitrate, EGDN
Μετάφραση:
Ethylene glycol dinitrate, EGDN
Ελληνικός όρος:
Δινιτρική προπυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Propylene glycol dinitrate
Μετάφραση:
Propylene glycol dinitrate
Ελληνικός όρος:
Δινιτροανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Dinitroaniline
Μετάφραση:
Dinitroaniline
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzoic acid
Μετάφραση:
Dinitrobenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzene
Μετάφραση:
Dinitrobenzene
Ελληνικός όρος:
Δινιτροβενζοϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrobenzoyl chloride
Μετάφραση:
Dinitrobenzoyl chloride
Ελληνικός όρος:
Δινιτροκρεζόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitrocresol
Μετάφραση:
Dinitrocresol
Ελληνικός όρος:
Δινιτροναφθαλίνιο
Αγγλικός όρος:
Dinitronaphthalene
Μετάφραση:
Dinitronaphthalene
Ελληνικός όρος:
Δινιτρο-ο-κρεσόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitro-o-cresol 4,6-, DNOC
Μετάφραση:
Dinitro-o-cresol 4,6-, DNOC
Ελληνικός όρος:
Δινιτρο-ο-τολουαμίδιο 3,5-
Αγγλικός όρος:
Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Μετάφραση:
Dinitolmide, 3,5-dinitro-o-toluamide, 2-methyl-3,5-dinitrobenzamide
Ελληνικός όρος:
Δινιτροτολουόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrotoluene
Μετάφραση:
Dinitrotoluene
Ελληνικός όρος:
Δινιτροφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Dinitrophenol
Μετάφραση:
Dinitrophenol
Ελληνικός όρος:
Δινιτροφθοροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrofluorobenzene, DNFB
Μετάφραση:
Dinitrofluorobenzene, DNFB
Ελληνικός όρος:
Δινιτροχλωροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dinitrochlorobenzene
Μετάφραση:
Dinitrochlorobenzene
Ελληνικός όρος:
Δινουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Dinucleotide
Μετάφραση:
Dinucleotide
Ελληνικός όρος:
Διογκούμενος αφρός
Αγγλικός όρος:
Expanding foam
Μετάφραση:
Expanding foam
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένη άργιλος
Αγγλικός όρος:
Expanded clay
Μετάφραση:
Expanded clay
Ελληνικός όρος:
Διογκωμένη πολυστερίνη
Αγγλικός όρος:
Expanded polysterene
Μετάφραση:
Expanded polysterene
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
68
Page
69
Page
70
Page
71
Current page
72
Page
73
Page
74
Page
75
Page
76
…
Next page
››
Last page
τελευταία »