Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 289 - 324 of 9239
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Αγωγή υγείας
Αγγλικός όρος:
Health education

Μετάφραση: Health education
Ελληνικός όρος:
Αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Conductivity

Μετάφραση: Conductivity
Ελληνικός όρος:
Αγωγός (π.χ. ηλεκτρισμού, θερμότητας)
Αγγλικός όρος:
Conductor

Μετάφραση: Conductor
Ελληνικός όρος:
Αγωγός (π.χ. υδραυλικός, αερίων)
Αγγλικός όρος:
Conduit or duct

Μετάφραση: Conduit or duct
Ελληνικός όρος:
Αγωγός Q
Αγγλικός όρος:
Q-Pipe

Μετάφραση: Q-Pipe
Ελληνικός όρος:
Άδεια
Αγγλικός όρος:
1η Μετάφραση: Permit

2η Μετάφραση: Authorization

Ελληνικός όρος:
Άδεια απουσίας
Αγγλικός όρος:
Leave of absence

Μετάφραση: Leave of absence
Ελληνικός όρος:
Άδεια ασθενείας
Αγγλικός όρος:
Sick leave

Μετάφραση: Sick leave
Ελληνικός όρος:
Άδεια εισόδου
Αγγλικός όρος:
Entry permit

Μετάφραση: Entry permit
Ελληνικός όρος:
Άδεια εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work permit

Μετάφραση: Work permit
Ελληνικός όρος:
Άδεια μητρότητας
Αγγλικός όρος:
Maternity leave

Μετάφραση: Maternity leave
Ελληνικός όρος:
Άδεια παρέκκλισης
Αγγλικός όρος:
Deviation permit

Μετάφραση: Deviation permit
Ελληνικός όρος:
Αδειοδότηση
Αγγλικός όρος:
Authorization

Μετάφραση: Authorization
Ελληνικός όρος:
Αδένας
Αγγλικός όρος:
Gland

Μετάφραση: Gland
Ελληνικός όρος:
Αδενίνη
Αγγλικός όρος:
Adenine

Μετάφραση: Adenine
Ελληνικός όρος:
Αδενοσίνη
Αγγλικός όρος:
Adenosine

Μετάφραση: Adenosine
Ελληνικός όρος:
Αδενυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Adenylic acid

Μετάφραση: Adenylic acid
Ελληνικός όρος:
Αδένωμα
Αγγλικός όρος:
Adenoma

Μετάφραση: Adenoma
Ελληνικός όρος:
Αδιαθεσία
Αγγλικός όρος:
Sickness

Μετάφραση: Sickness
Ελληνικός όρος:
Αδιάλυτη ένωση
Αγγλικός όρος:
Insoluble compound

Μετάφραση: Insoluble compound
Ελληνικός όρος:
Αδιάλυτος
Αγγλικός όρος:
Insoluble

Μετάφραση: Insoluble
Ελληνικός όρος:
Αδιαπέραστες συσκευασίες
Αγγλικός όρος:
Sift-proof packaging

Μετάφραση: Sift-proof packaging
Ελληνικός όρος:
Αδιπικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Adipic acid, 1,6-hexanedioic acid

Μετάφραση: Adipic acid, 1,6-hexanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Αδιπικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl adipate

Μετάφραση: Ethyl adipate
Ελληνικός όρος:
Αδιπικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl adipate

Μετάφραση: Dimethyl adipate
Ελληνικός όρος:
Αδιπικός εξυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Hexyl adipate

Μετάφραση: Hexyl adipate
Ελληνικός όρος:
Αδιπονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Adiponitrile, tetramethylene cyanide, 1,4-dicyanobutane

Μετάφραση: Adiponitrile, tetramethylene cyanide, 1,4-dicyanobutane
Ελληνικός όρος:
Αδιττικό διοκτύλιο
Αγγλικός όρος:
Dioctyl adipate, DOA

Μετάφραση: Dioctyl adipate, DOA
Ελληνικός όρος:
Αδράνεια
Αγγλικός όρος:
Inertia

Μετάφραση: Inertia
Ελληνικός όρος:
Αδρανές
Αγγλικός όρος:
Unreactive

Μετάφραση: Unreactive
Ελληνικός όρος:
Αδρανές αέριο
Αγγλικός όρος:
Inert gas

Μετάφραση: Inert gas
Ελληνικός όρος:
Αδρανή
Αγγλικός όρος:
Aggregates

Μετάφραση: Aggregates
Ελληνικός όρος:
Αδρανής κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Inert condition

Μετάφραση: Inert condition
Ελληνικός όρος:
Αδρανοποίηση
Αγγλικός όρος:
Inerting

Μετάφραση: Inerting
Ελληνικός όρος:
Αδρεναλίνη
Αγγλικός όρος:
Adrenalin

Μετάφραση: Adrenalin
Ελληνικός όρος:
Αδρενοκορτινάλη
Αγγλικός όρος:
Adrenocortinal

Μετάφραση: Adrenocortinal

Ακολουθήστε μας