Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2989 - 3024 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα
Αγγλικός όρος:
Explosive with or without contact with air
Μετάφραση:
Explosive with or without contact with air
Ελληνικός όρος:
Εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Explosive when dry
Μετάφραση:
Explosive when dry
Ελληνικός όρος:
Εκρήξεις αερίου
Αγγλικός όρος:
Gas explosions
Μετάφραση:
Gas explosions
Ελληνικός όρος:
Εκρήξεις σκόνης
Αγγλικός όρος:
Dust explosions
Μετάφραση:
Dust explosions
Ελληνικός όρος:
Έκρηξη
Αγγλικός όρος:
Explosion
Μετάφραση:
Explosion
Ελληνικός όρος:
Εκρήξιμη ατμόσφαιρα αερίων
Αγγλικός όρος:
Explosive gas atmosphere
Μετάφραση:
Explosive gas atmosphere
Ελληνικός όρος:
Εκρηξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Explosibility
Μετάφραση:
Explosibility
Ελληνικός όρος:
Εκρόφηση
Αγγλικός όρος:
Desorption
Μετάφραση:
Desorption
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφέας
Αγγλικός όρος:
Excavator
Μετάφραση:
Excavator
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφέας συρόμενης πτυοσκάφης
Αγγλικός όρος:
Dragline
Μετάφραση:
Dragline
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφέας τάφρων
Αγγλικός όρος:
Trencher
Μετάφραση:
Trencher
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφές θεμελίων
Αγγλικός όρος:
Excavation of the building pit
Μετάφραση:
Excavation of the building pit
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφή
Αγγλικός όρος:
Excavation
Μετάφραση:
Excavation
Ελληνικός όρος:
Εκσκαφή (π.χ τάφρων)
Αγγλικός όρος:
Trenching
Μετάφραση:
Trenching
Ελληνικός όρος:
Έκτακτες επιθεωρήσεις
Αγγλικός όρος:
Non-routine inspections
Μετάφραση:
Non-routine inspections
Ελληνικός όρος:
Έκτακτη συντήρηση
Αγγλικός όρος:
Upkeep
Μετάφραση:
Upkeep
Ελληνικός όρος:
Έκτακτος υπάλληλος
Αγγλικός όρος:
Temporary Agent (TA)
Μετάφραση:
Temporary Agent (TA)
Ελληνικός όρος:
Έκταση της επικύρωσης
Αγγλικός όρος:
Extent of validation
Μετάφραση:
Extent of validation
Ελληνικός όρος:
Εκτέλεση των δοκιμών
Αγγλικός όρος:
Performance of tests
Μετάφραση:
Performance of tests
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικό όργανο
Αγγλικός όρος:
Executive body
Μετάφραση:
Executive body
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικοί οργανισμοί
Αγγλικός όρος:
Executive agencies
Μετάφραση:
Executive agencies
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικός Οργανισμός για τη Δημόσια Υγεία, με έδρα το Λουξεμβούργο
Αγγλικός όρος:
Public Health Executive Agency, Luxembourg
Μετάφραση:
Public Health Executive Agency, Luxembourg
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικός οργανισμός για την ευφυή ενέργεια, με έδρα τις Βρυξέλλες, (Βέλγιο)
Αγγλικός όρος:
Intelligent Energy Executive Agency, Brussels (Belgium)
Μετάφραση:
Intelligent Energy Executive Agency, Brussels (Belgium)
Ελληνικός όρος:
Εκτελεστικός οργανισμός εκπαίδευσης, οπτικοακουστικών θεμάτων και πολιτισμού, με έδρα τις Βρυξέλλες, (Βέλγιο)
Αγγλικός όρος:
Education, Audiovisual and Culture Executive Agency, Brussels (Belgium)
Μετάφραση:
Education, Audiovisual and Culture Executive Agency, Brussels (Belgium)
Ελληνικός όρος:
Εκτίμημα
Αγγλικός όρος:
Estimate
Μετάφραση:
Estimate
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση
Αγγλικός όρος:
Assessment
Μετάφραση:
Assessment
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Exposure assessment
Μετάφραση:
Exposure assessment
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση κινδύνου ή εκτίμηση επικινδυνότητας ή εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk assessment
Μετάφραση:
Risk assessment
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality assessment
Μετάφραση:
Quality assessment
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση της ικανότητας εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work capacity evaluation
Μετάφραση:
Work capacity evaluation
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση της οξείας τοξικότητας
Αγγλικός όρος:
Acute Toxicity Estimates, ΑΤΕ
Μετάφραση:
Acute Toxicity Estimates, ΑΤΕ
Ελληνικός όρος:
Εκτίμηση χημικής ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Chemical Safety Assessment, CSA
Μετάφραση:
Chemical Safety Assessment, CSA
Ελληνικός όρος:
Εκτιμητής
Αγγλικός όρος:
Assessor
Μετάφραση:
Assessor
Ελληνικός όρος:
Εκτιμώμενες ποσότητες
Αγγλικός όρος:
Estimated quantities
Μετάφραση:
Estimated quantities
Ελληνικός όρος:
Εκτιμώμενη τιμή
Αγγλικός όρος:
Estimated value
Μετάφραση:
Estimated value
Ελληνικός όρος:
Εκτίναξη τετηγμένου μετάλλου
Αγγλικός όρος:
Molten metal splash
Μετάφραση:
Molten metal splash
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
80
Page
81
Page
82
Page
83
Current page
84
Page
85
Page
86
Page
87
Page
88
…
Next page
››
Last page
τελευταία »