Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 649 - 684 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αλογονοπαράγωγα υδρογονανθράκων
Αγγλικός όρος:
Halogenated hydrocarbons
Μετάφραση:
Halogenated hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Αλογονοϋδρίνη
Αγγλικός όρος:
Halohydrin
Μετάφραση:
Halohydrin
Ελληνικός όρος:
Αλογονούχα ιζήματα πυθμένα
Αγγλικός όρος:
Halogenated still bottoms
Μετάφραση:
Halogenated still bottoms
Ελληνικός όρος:
Αλογονούχες πλάκες φίλτρων
Αγγλικός όρος:
Halogenated filter cakes
Μετάφραση:
Halogenated filter cakes
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives
Μετάφραση:
Halogenated derivatives
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα των αλειφατικών ή αλεικυκλικών υδρογονανθράκων
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives of the aliphatic or alicyclic hydrocarbons
Μετάφραση:
Halogenated derivatives of the aliphatic or alicyclic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα των αλκυλαρυλοξειδίων
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives of the alkylaryl oxides
Μετάφραση:
Halogenated derivatives of the alkylaryl oxides
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα των αλκυλαρυσουλφιδίων
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives of the alkylaryl sulfonates
Μετάφραση:
Halogenated derivatives of the alkylaryl sulfonates
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένα παράγωγα των αρωματικών υδρογονανθράκων
Αγγλικός όρος:
Halogenated derivatives of the aromatic hydrocarbons
Μετάφραση:
Halogenated derivatives of the aromatic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Αλογονωμένες οργανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Halogenated organic compounds
Μετάφραση:
Halogenated organic compounds
Ελληνικός όρος:
Αλογόνωση
Αγγλικός όρος:
Halogenation
Μετάφραση:
Halogenation
Ελληνικός όρος:
Αλοθάνιο
Αγγλικός όρος:
Halothane
Μετάφραση:
Halothane
Ελληνικός όρος:
Αλοιφή
Αγγλικός όρος:
Ointment
Μετάφραση:
Ointment
Ελληνικός όρος:
Αλουμινόχαρτο
Αγγλικός όρος:
Aluminium foil
Μετάφραση:
Aluminium foil
Ελληνικός όρος:
Αλόφιλα
Αγγλικός όρος:
Halophiles
Μετάφραση:
Halophiles
Ελληνικός όρος:
Αλταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Altaric acid
Μετάφραση:
Altaric acid
Ελληνικός όρος:
Αλτρόζη
Αγγλικός όρος:
Altrose
Μετάφραση:
Altrose
Ελληνικός όρος:
Αλυσίδα ηλεκτρικής ασφάλειας (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Electric safety chain
Μετάφραση:
Electric safety chain
Ελληνικός όρος:
Αλυσιδωτός αορτήρας
Αγγλικός όρος:
Chain sling
Μετάφραση:
Chain sling
Ελληνικός όρος:
Αλυσοπρίονο
Αγγλικός όρος:
Chain saw
Μετάφραση:
Chain saw
Ελληνικός όρος:
Αμάλγαμα
Αγγλικός όρος:
Amalgam
Μετάφραση:
Amalgam
Ελληνικός όρος:
Αμελητέος
Αγγλικός όρος:
Negligible
Μετάφραση:
Negligible
Ελληνικός όρος:
Αμερικανική Εταιρεία των Κυβερνητικών Υγιεινολόγων Βιομηχανίας
Αγγλικός όρος:
American Conference of Government Industrial Hygienists, ACGIH
Μετάφραση:
American Conference of Government Industrial Hygienists, ACGIH
Ελληνικός όρος:
Αμερικανική Υπηρεσία αρμόδια για τη μελέτη των τοξικών ενώσεων στην ανθρώπινη υγεία
Αγγλικός όρος:
Agency for Toxic Substances and Disease Registry (U.S), ATSDR
Μετάφραση:
Agency for Toxic Substances and Disease Registry (U.S), ATSDR
Ελληνικός όρος:
Αμερικανικός Βιομηχανικός Σύνδεσμος Υγιεινής (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
American Industrial Hygiene Association (USA), AIHA
Μετάφραση:
American Industrial Hygiene Association (USA), AIHA
Ελληνικός όρος:
Αμερικανικός Σύλλογος για Δοκιμές και Υλικά
Αγγλικός όρος:
American Society for Testing and Materials, ASTM
Μετάφραση:
American Society for Testing and Materials, ASTM
Ελληνικός όρος:
Αμερίκιο
Αγγλικός όρος:
Americium, Am
Μετάφραση:
Americium, Am
Ελληνικός όρος:
Αμερόληπτο δείγμα
Αγγλικός όρος:
Unbiased sample
Μετάφραση:
Unbiased sample
Ελληνικός όρος:
Αμεροληψία
Αγγλικός όρος:
Impartiality
Μετάφραση:
Impartiality
Ελληνικός όρος:
Άμεση σύνδεση
Αγγλικός όρος:
On-line
Μετάφραση:
On-line
Ελληνικός όρος:
Άμεσο ακουστικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Direct (acoustical) field
Μετάφραση:
Direct (acoustical) field
Ελληνικός όρος:
Άμεσος περιέκτης
Αγγλικός όρος:
Immediate container
Μετάφραση:
Immediate container
Ελληνικός όρος:
Αμίαντος
Αγγλικός όρος:
Asbestos
Μετάφραση:
Asbestos
Ελληνικός όρος:
Αμιαντοτσιμέντο
Αγγλικός όρος:
Asbestos-cement
Μετάφραση:
Asbestos-cement
Ελληνικός όρος:
Αμιάντωση
Αγγλικός όρος:
Asbestosis
Μετάφραση:
Asbestosis
Ελληνικός όρος:
Αμίδια και παράγωγά τους
Αγγλικός όρος:
Amides and their derivatives
Μετάφραση:
Amides and their derivatives
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
Current page
19
Page
20
Page
21
Page
22
Page
23
…
Next page
››
Last page
τελευταία »