Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 9073 - 9108 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Χλωροφαινυλαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Chlorophenylethane
Μετάφραση:
Chlorophenylethane
Ελληνικός όρος:
Χλωροφαινυλο βουτανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Chlorophenyl butanoic acid
Μετάφραση:
Chlorophenyl butanoic acid
Ελληνικός όρος:
Χλωροφθοράνθρακες
Αγγλικός όρος:
Chlorofluorocarbons, CFCs
Μετάφραση:
Chlorofluorocarbons, CFCs
Ελληνικός όρος:
Χλωροφθοροϋδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Chlorofluorocarbons
Μετάφραση:
Chlorofluorocarbons
Ελληνικός όρος:
Χλωροφορμικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Chloroformate or chloroformic ester
Μετάφραση:
Chloroformate or chloroformic ester
Ελληνικός όρος:
Χλωροφύλλη
Αγγλικός όρος:
Chlorophyll
Μετάφραση:
Chlorophyll
Ελληνικός όρος:
Χλωροχρωμική πυριδίνη
Αγγλικός όρος:
Pyridinium chlorocromate
Μετάφραση:
Pyridinium chlorocromate
Ελληνικός όρος:
Χοληστανο-3β, 6α-διόλη
Αγγλικός όρος:
Cholestane-3β, 6α-diol
Μετάφραση:
Cholestane-3β, 6α-diol
Ελληνικός όρος:
Χοληστανόλη
Αγγλικός όρος:
Cholestanol
Μετάφραση:
Cholestanol
Ελληνικός όρος:
Χοληστανόνη
Αγγλικός όρος:
Cholestanone
Μετάφραση:
Cholestanone
Ελληνικός όρος:
Χοληστερίνη
Αγγλικός όρος:
Cholesterole
Μετάφραση:
Cholesterole
Ελληνικός όρος:
Χοληστερόλη
Αγγλικός όρος:
Cholesterole
Μετάφραση:
Cholesterole
Ελληνικός όρος:
Χολικαλσιφερόλη
Αγγλικός όρος:
Cholecalciferol, vitamin D3
Μετάφραση:
Cholecalciferol, vitamin D3
Ελληνικός όρος:
Χολινεργικός
Αγγλικός όρος:
Cholinergic
Μετάφραση:
Cholinergic
Ελληνικός όρος:
Χολίνη
Αγγλικός όρος:
Choline
Μετάφραση:
Choline
Ελληνικός όρος:
Χολοκυστεκτομή
Αγγλικός όρος:
Cholecystectomy
Μετάφραση:
Cholecystectomy
Ελληνικός όρος:
Χονδρικό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Gross sample
Μετάφραση:
Gross sample
Ελληνικός όρος:
Χορήγηση φαρμάκου
Αγγλικός όρος:
Medication
Μετάφραση:
Medication
Ελληνικός όρος:
Χρειάζεται ειδική αγωγή (βλέπε … στην ετικέτα)
Αγγλικός όρος:
Specific treatment (see … on this label)
Μετάφραση:
Specific treatment (see … on this label)
Ελληνικός όρος:
Χρειάζονται ειδικά μέτρα (βλέπε … στην ετικέτα)
Αγγλικός όρος:
Specific measures (see … on this label)
Μετάφραση:
Specific measures (see … on this label)
Ελληνικός όρος:
Χρέωση (π.χ. οικονομική)
Αγγλικός όρος:
Charging
Μετάφραση:
Charging
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποιείτε μέσα ατομικής προστασίας όταν απαιτείται
Αγγλικός όρος:
Use personal protective equipment as required
Μετάφραση:
Use personal protective equipment as required
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποιείτε συσκευή προστασίας ματιών / προσώπου
Αγγλικός όρος:
Wear eye/face protection
Μετάφραση:
Wear eye/face protection
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποιημένοι διαλύτες
Αγγλικός όρος:
Spent solvents
Μετάφραση:
Spent solvents
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποίηση
Αγγλικός όρος:
Utilisation
Μετάφραση:
Utilisation
Ελληνικός όρος:
Χρησιμοποιήστε…για την κατάσβεση
Αγγλικός όρος:
Use … for extinction
Μετάφραση:
Use … for extinction
Ελληνικός όρος:
Χρήστης
Αγγλικός όρος:
User
Μετάφραση:
User
Ελληνικός όρος:
Χριστοβαλίτης
Αγγλικός όρος:
Cristobalite
Μετάφραση:
Cristobalite
Ελληνικός όρος:
Χρόνια αποφρακτική βρογχρίτιδα ή εμφύσημα των ανθρακωρύχων
Αγγλικός όρος:
Chronic obstructive bronchitis or emphysema in miners working in underground coal mines
Μετάφραση:
Chronic obstructive bronchitis or emphysema in miners working in underground coal mines
Ελληνικός όρος:
Χρόνια δηλητηρίαση
Αγγλικός όρος:
Chronic poisoning
Μετάφραση:
Chronic poisoning
Ελληνικός όρος:
Χρόνια επίδραση
Αγγλικός όρος:
Chronically affecting
Μετάφραση:
Chronically affecting
Ελληνικός όρος:
Χρόνια πάθηση
Αγγλικός όρος:
Chronic disease
Μετάφραση:
Chronic disease
Ελληνικός όρος:
Χρόνια τοξικότητα για το υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Chronic aquatic toxicity
Μετάφραση:
Chronic aquatic toxicity
Ελληνικός όρος:
Χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή
Αγγλικός όρος:
Time-weighted average
Μετάφραση:
Time-weighted average
Ελληνικός όρος:
Χρόνιος πόνος
Αγγλικός όρος:
Chronic pain
Μετάφραση:
Chronic pain
Ελληνικός όρος:
Χρονοδιακόπτης
Αγγλικός όρος:
Time switch
Μετάφραση:
Time switch
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
249
Page
250
Page
251
Page
252
Current page
253
Page
254
Page
255
Page
256
Page
257
Next page
››
Last page
τελευταία »