Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 9145 - 9180 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία προσρόφησης
Αγγλικός όρος:
Adsorption chromatography
Μετάφραση:
Adsorption chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία στήλης
Αγγλικός όρος:
Column chromatography
Μετάφραση:
Column chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία συγγενείας
Αγγλικός όρος:
Affinity chromatography
Μετάφραση:
Affinity chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία χάρτου διπλής κατεύθυνσης
Αγγλικός όρος:
Double-way paper chromatography
Μετάφραση:
Double-way paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφικός διαχωρισμός
Αγγλικός όρος:
Chromatographic separation
Μετάφραση:
Chromatographic separation
Ελληνικός όρος:
Χρωματομετρική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Colorimetric method
Μετάφραση:
Colorimetric method
Ελληνικός όρος:
Χρωμικά άλατα του ψευδαργύρου
Αγγλικός όρος:
Zinc chromates
Μετάφραση:
Zinc chromates
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium chromate
Μετάφραση:
Calcium chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium chromate
Μετάφραση:
Barium chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό βουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Butyl chromate
Μετάφραση:
Butyl chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Chromic potassium, potassium chromate
Μετάφραση:
Chromic potassium, potassium chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Chromic acid
Μετάφραση:
Chromic acid
Ελληνικός όρος:
Χρωμικό στρόντιο
Αγγλικός όρος:
Strontium chromate
Μετάφραση:
Strontium chromate
Ελληνικός όρος:
Χρωμικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead chromate
Μετάφραση:
Lead chromate
Ελληνικός όρος:
Χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium, Cr
Μετάφραση:
Chromium, Cr
Ελληνικός όρος:
Χρωμιούχο αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic chloride
Μετάφραση:
Arsenic chloride
Ελληνικός όρος:
Χρωμοσωμικές ανωμαλίες
Αγγλικός όρος:
Chromosome aberrations
Μετάφραση:
Chromosome aberrations
Ελληνικός όρος:
Χρωμυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Chromyl chloride, chromium dioxide dichloride
Μετάφραση:
Chromyl chloride, chromium dioxide dichloride
Ελληνικός όρος:
Χρωστική
Αγγλικός όρος:
Dyestuff, dye, colorant
Μετάφραση:
Dyestuff, dye, colorant
Ελληνικός όρος:
Χύδην
Αγγλικός όρος:
Bulky
Μετάφραση:
Bulky
Ελληνικός όρος:
Χυμοτρυψίνη
Αγγλικός όρος:
Chymotrypsin
Μετάφραση:
Chymotrypsin
Ελληνικός όρος:
Χύτευση
Αγγλικός όρος:
Casting, founding
Μετάφραση:
Casting, founding
Ελληνικός όρος:
Χυτή άσφαλτος ή μαστιχομονώση
Αγγλικός όρος:
Mastic asphalt
Μετάφραση:
Mastic asphalt
Ελληνικός όρος:
Χυτήρια
Αγγλικός όρος:
Foundries
Μετάφραση:
Foundries
Ελληνικός όρος:
Χωματουργικές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Earthworks
Μετάφραση:
Earthworks
Ελληνικός όρος:
Χωματουργικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Earth-moving machinery
Μετάφραση:
Earth-moving machinery
Ελληνικός όρος:
Χώνευμα
Αγγλικός όρος:
Digestate
Μετάφραση:
Digestate
Ελληνικός όρος:
Χώνευση ακατέργαστων αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
Digestion of raw waste
Μετάφραση:
Digestion of raw waste
Ελληνικός όρος:
Χωνευτήρια
Αγγλικός όρος:
Fermenters
Μετάφραση:
Fermenters
Ελληνικός όρος:
Χωρητικότητα κελύφους
Αγγλικός όρος:
Capacity of shell, shell compartment
Μετάφραση:
Capacity of shell, shell compartment
Ελληνικός όρος:
Χωρητικότητα της συσκευασίας
Αγγλικός όρος:
Capacity of the package
Μετάφραση:
Capacity of the package
Ελληνικός όρος:
Χώροι υγειονομικής ταφής για αδρανή απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Landfill for inert waste
Μετάφραση:
Landfill for inert waste
Ελληνικός όρος:
Χώροι υγειονομικής ταφής για επικίνδυνα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Hazardous waste landfill
Μετάφραση:
Hazardous waste landfill
Ελληνικός όρος:
Χώροι υγειονομικής ταφής για μη επικίνδυνα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Landfill for non-hazardous waste
Μετάφραση:
Landfill for non-hazardous waste
Ελληνικός όρος:
Χώροι υπόγειας εναπόθεσης
Αγγλικός όρος:
Underground storage site
Μετάφραση:
Underground storage site
Ελληνικός όρος:
Χώρος ασφαλείας (φύλαξη)
Αγγλικός όρος:
Cofferdam
Μετάφραση:
Cofferdam
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
249
Page
250
Page
251
Page
252
Page
253
Page
254
Current page
255
Page
256
Page
257
Next page
››
Last page
τελευταία »