Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 253 - 288 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Χαμηλή συχνότητα
Αγγλικός όρος:
Low frequency
Μετάφραση:
Low frequency
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας χαμηλής διακριτικής ικανότητας
Αγγλικός όρος:
Low resolution mass spectrometry
Μετάφραση:
Low resolution mass spectrometry
Ελληνικός όρος:
Φασματομετρία μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass spectrometry
Μετάφραση:
Mass spectrometry
Ελληνικός όρος:
Μη γραμμικά οπτικά υλικά
Αγγλικός όρος:
Non-linear optics
Μετάφραση:
Non-linear optics
Ελληνικός όρος:
Πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός
Αγγλικός όρος:
Nuclear magnetic resonance
Μετάφραση:
Nuclear magnetic resonance
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία κανονικής φάσης
Αγγλικός όρος:
Normal phase chromatography
Μετάφραση:
Normal phase chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Paper chromatography
Μετάφραση:
Paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Μικροσκοπία αντίστροφης φάσης
Αγγλικός όρος:
Phase contrast microscopy
Μετάφραση:
Phase contrast microscopy
Ελληνικός όρος:
Ανίχνευση φωτοϊοντισμού
Αγγλικός όρος:
Photoionization detection
Μετάφραση:
Photoionization detection
Ελληνικός όρος:
Μικροσκοπία πολωμένου φωτός
Αγγλικός όρος:
Polarized light microscopy
Μετάφραση:
Polarized light microscopy
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ανάστροφης ή αντίστροφης φάσης
Αγγλικός όρος:
Reversed phase chromatography
Μετάφραση:
Reversed phase chromatography
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης
Αγγλικός όρος:
Scanning electron microscopy
Μετάφραση:
Scanning electron microscopy
Ελληνικός όρος:
Υπερκρίσιμη ρευστή χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Superficial fluid chromatography
Μετάφραση:
Superficial fluid chromatography
Ελληνικός όρος:
Παρακολούθηση επιλεγμένου ιόντος
Αγγλικός όρος:
Selected ion monitoring
Μετάφραση:
Selected ion monitoring
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία μετάδοσης
Αγγλικός όρος:
Transmission electron microscopy
Μετάφραση:
Transmission electron microscopy
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία λεπτής στοιβάδας
Αγγλικός όρος:
Thin-layer chromatography
Μετάφραση:
Thin-layer chromatography
Ελληνικός όρος:
Φασματοφωτομετρία υπεριώδους - ορατού
Αγγλικός όρος:
Ultra violet - Visible spectrophotometry
Μετάφραση:
Ultra violet - Visible spectrophotometry
Ελληνικός όρος:
Περίθλαση ακτινών Χ
Αγγλικός όρος:
X-ray diffraction
Μετάφραση:
X-ray diffraction
Ελληνικός όρος:
φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων Χ
Αγγλικός όρος:
X-ray fluorescence
Μετάφραση:
X-ray fluorescence
Ελληνικός όρος:
2-(4-χλωρο-2-μεθυλοφαινοξυ)προπιονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
2-(4-chloro-2-methylphenoxy)propionic acid
Μετάφραση:
2-(4-chloro-2-methylphenoxy)propionic acid
Ελληνικός όρος:
IBC από ινοσανίδες
Αγγλικός όρος:
Fibreboard IBC
Μετάφραση:
Fibreboard IBC
Ελληνικός όρος:
p- (φαινυλαζω)φαινόλη
Αγγλικός όρος:
p-(phenylazo)phenol
Μετάφραση:
p-(phenylazo)phenol
Ελληνικός όρος:
Αβεβαιότητα
Αγγλικός όρος:
Uncertainty
Μετάφραση:
Uncertainty
Ελληνικός όρος:
Αβιετικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Abietic acid
Μετάφραση:
Abietic acid
Ελληνικός όρος:
Αβιοτική
Αγγλικός όρος:
Abiotic
Μετάφραση:
Abiotic
Ελληνικός όρος:
Αβιοτική αποδόμηση
Αγγλικός όρος:
Abiotic degradation
Μετάφραση:
Abiotic degradation
Ελληνικός όρος:
Άγαρ
Αγγλικός όρος:
Agar
Μετάφραση:
Agar
Ελληνικός όρος:
Αγγείο
Αγγλικός όρος:
Vessel
Μετάφραση:
Vessel
Ελληνικός όρος:
Αγγειονευρωτικές ασθένειες που προκαλούνται από μηχανικές δονήσεις
Αγγλικός όρος:
Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Μετάφραση:
Angioneurotic diseases caused by mechanical vibration
Ελληνικός όρος:
Αγγελιοφόρο RNA
Αγγλικός όρος:
Messenger RNA
Μετάφραση:
Messenger RNA
Ελληνικός όρος:
Αγκώνας
Αγγλικός όρος:
Elbow
Μετάφραση:
Elbow
Ελληνικός όρος:
Αγορά εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour market
Μετάφραση:
Labour market
Ελληνικός όρος:
Άγχος
Αγγλικός όρος:
Anxiety
Μετάφραση:
Anxiety
Ελληνικός όρος:
Αγχώδεις διαταραχές
Αγγλικός όρος:
Anxiety disorders
Μετάφραση:
Anxiety disorders
Ελληνικός όρος:
Αγωγή (π.χ. θερμότητας)
Αγγλικός όρος:
Conduction
Μετάφραση:
Conduction
Ελληνικός όρος:
Αγωγή ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety culture
Μετάφραση:
Safety culture
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Current page
8
Page
9
Page
10
Page
11
Page
12
…
Next page
››
Last page
τελευταία »