Βλέπετε τις εγγραφές : 1 - 15, σε σύνολο 15
Ηλεκτρική εγκατάσταση
Ορισμός 1: Σύνολο ηλεκτρολογικών υλικών που έχουν κατάλληλα επιλεγμένα χαρακτηριστικά τα οποία διασυνδέονται μεταξύ τους ώστε να επιτελούν συγκεκριμένο σκοπό.
Ηλεκτρικό ή ηλεκτροκίνητο όχημα (Η/Ο)
Ορισμός 1: Μηχανοκίνητο όχημα εξοπλισμένο με σύστημα μετάδοσης της κίνησης το οποίο περιέχει τουλάχιστον μία μη περιφερειακή (εξωτερική, βοηθητική) ηλεκτρική μηχανή ως μετατροπέα ενέργειας με ηλεκτρικό επαναφορτιζόμενο σύστημα αποθήκευσης ενέργειας, το οποίο μπορεί να επαναφορτίζεται εξωτερικά
Ηλεκτρικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός ή ΗΗΕ
Ορισμός 1: Ο εξοπλισμός του οποίου η ορθή λειτουργία εξαρτάται από ηλεκτρικά ρεύματα ή ηλεκτρομαγνητικά πεδία και ο εξοπλισμός για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη μέτρηση των ρευμάτων και πεδίων αυτών, ο οποίος έχει σχεδιασθεί για να λειτουργεί υπό ονομαστική τάση έως 1 000 V εναλλασσόμενου ρεύματος ή έως 1.500 V συνεχούς ρεύματος.
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία
Ορισμός 1: Τα στατικά ηλεκτρικά, τα στατικά μαγνητικά και τα χρονικώς μεταβαλλόμενα ηλεκτρικά, μαγνητικά και ηλεκτρομαγνητικά πεδία με συχνότητες έως 300 GHz.
Ορισμός 2: Ο χώρος εντός του οποίου ασκούνται δυνάμεις στα ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια της ύλης. Ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο χαρακτηρίζεται από μια ηλεκτρική συνιστώσα και μια μαγνητική συνιστώσα που σχετίζονται με την δύναμη επί ενός ακίνητου και κινουμένου ηλεκτρικά φορτισμένου σωματιδίου, αντίστοιχα.
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
Ορισμός 1: Η ενέργεια που διαδίδεται μέσω του ελευθέρου χώρου με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων.
Ηλεκτρονική πολεοδομική ταυτότητα δήμου
Ορισμός 1: Ή ηλεκτρονική βάση στην οποία κάθε δήμος καταγράφει και ενημερώνει τα στοιχεία του ισχύοντος και υπό εκπόνηση πολεοδομικού σχεδιασμού, καθώς και τους κοινόχρηστους ή αδόμητους χώρους αυτού, με σκοπό την άμεση και πλήρη πρόσβαση κάθε ενδιαφερομένου στα ανωτέρω στοιχεία και πληροφορίες και τη δυνατότητα εποπτείας και επίσπευσης του σχεδιασμού. Η ηλεκτρονική πολεοδομική ταυτότητα είναι δυνατόν να τίθεται σε λειτουργία και ανά πολεοδομική ενότητα, προτού ολοκληρωθεί για το σύνολο του δήμου, εφόσον έχουν συγκεντρωθεί επαρκή διαθέσιμα στοιχεία.
Ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος συγκόλλησης
Ορισμός 1: Κάθε περιστροφική διάταξη που παράγει ρεύμα συγκόλλησης.
Ηλιοθερμικός σταθμός
Ορισμός 1: Οι ηλιοστάτες, οι πύργοι ισχύος, το συγκρότημα ηλεκτρομηχανολογικού (η/μ) εξοπλισμού, ο λοιπός η/μ εξοπλισμός, που είναι απαραίτητος για τη λειτουργία του σταθμού, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εφεδρικών ηλεκτροπαραγωγών ζευγών.
Ημερήσα στάθμη έκθεσης σε θόρυβο (LΕΧ,8h), [dB(A) ως προς 20 μPa]
Ορισμός 1: Χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή των σταθμών έκθεσης σε θόρυβο για οκτάωρη ημέρα εργασίας όπως ορίζεται από το διεθνές πρότυπο ISO 1999:1990, σημείο 3.6. Καλύπτει όλα τα είδη θορύβου που απαντώνται στο εργασιακό περιβάλλον, περιλαμβανομένου και του παλμικού.
Ημερομηνία έναρξης του πειραματικού μέρους
Ορισμός 1: Η ημερομηνία συγκεντρώσεως των πρώτων πειραματικών δεδομένων σχετικών με τη μελέτη.
Ημερομηνία περάτωσης της μελέτης
Ορισμός 1: Η ημερομηνία υπογραφής της τελικής εκθέσεως από τον διευθυντή της μελέτης.
Ημερομηνία περάτωσης του πειραματικού μέρους
Ορισμός 1: Η τελευταία ημερομηνία συγκεντρώσεως δεδομένων σχετικών με τη μελέτη.
Ημερομηνία περάτωσης του πειραματικού μέρους
Ορισμός 1: Η ημερομηνία υπογραφής του σχεδίου της μελέτης από τον διευθυντή της μελέτης.
Ημιτελές μηχάνημα
Ορισμός 1: Σύνολο το οποίο σχεδόν αποτελεί μηχάνημα αλλά δεν μπορεί από μόνο του να εκτελέσει συγκεκριμένη εφαρμογή. Ένα σύστημα μετάδοσης είναι ημιτελές μηχάνημα. Το ημιτελές μηχάνημα προορίζεται μόνον για ενσωμάτωση ή συναρμολόγηση σε άλλα μηχανήματα ή άλλα ημιτελή μηχανήματα ή εξοπλισμό προκειμένου να σχηματιστεί μηχάνημα στο οποίο εφαρμόζεται η σχετική νομοθεσία.
Ηχητικό σήμα
Ορισμός 1: Κάθε κωδικό ηχητικό σήμα που εκπέμπεται από ειδική συσκευή χωρίς χρήση ανθρώπινης ή συνθετικής φωνής.