Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 577 - 612 of 1305
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση της διαμόρφωσης
Αγγλικός όρος:
Conformation analysis
Μετάφραση:
Conformation analysis
Ελληνικός όρος:
Ανάλυση των αποκρίσεων
Αγγλικός όρος:
Deviation analysis
Μετάφραση:
Deviation analysis
Ελληνικός όρος:
Αναλυτέα ουσία
Αγγλικός όρος:
Analyte
Μετάφραση:
Analyte
Ελληνικός όρος:
Αναλύτης
Αγγλικός όρος:
Analyte
Μετάφραση:
Analyte
Ελληνικός όρος:
Αναλυτής συνεχούς ροής
Αγγλικός όρος:
Continious analyzer
Μετάφραση:
Continious analyzer
Ελληνικός όρος:
Αναλυτική διαδικασία
Αγγλικός όρος:
Analytical procedure
Μετάφραση:
Analytical procedure
Ελληνικός όρος:
Αναλυτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Analytical method
Μετάφραση:
Analytical method
Ελληνικός όρος:
Αναλυτικός προσδιορισμός
Αγγλικός όρος:
Analytical determination
Μετάφραση:
Analytical determination
Ελληνικός όρος:
Αναλυτικώς καθαρό αντιδραστήριο
Αγγλικός όρος:
Reagent grade, analytical grade, AG
Μετάφραση:
Reagent grade, analytical grade, AG
Ελληνικός όρος:
Ανάμειξη
Αγγλικός όρος:
Mixing
Μετάφραση:
Mixing
Ελληνικός όρος:
Ανάμιξη
Αγγλικός όρος:
Dressing
Μετάφραση:
Dressing
Ελληνικός όρος:
Αναμιξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Miscibility
Μετάφραση:
Miscibility
Ελληνικός όρος:
Αναμοχλευτής
Αγγλικός όρος:
Ripper
Μετάφραση:
Ripper
Ελληνικός όρος:
Ανάνηψη
Αγγλικός όρος:
Resuscitation
Μετάφραση:
Resuscitation
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγική τοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Reproductive toxicity
Μετάφραση:
Reproductive toxicity
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Reproductive system
Μετάφραση:
Reproductive system
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγικός
Αγγλικός όρος:
Reproductive
Μετάφραση:
Reproductive
Ελληνικός όρος:
Αναπαραγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Reproducibility
Μετάφραση:
Reproducibility
Ελληνικός όρος:
Ανάπαυση
Αγγλικός όρος:
Rest
Μετάφραση:
Rest
Ελληνικός όρος:
Αναπηρία
Αγγλικός όρος:
Disability
Μετάφραση:
Disability
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμη σκόνη
Αγγλικός όρος:
Respirable dust
Μετάφραση:
Respirable dust
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμο κλάσμα
Αγγλικός όρος:
Respirable fraction
Μετάφραση:
Respirable fraction
Ελληνικός όρος:
Αναπνεύσιμος
Αγγλικός όρος:
Respirable
Μετάφραση:
Respirable
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστήρες
Αγγλικός όρος:
Respirators
Μετάφραση:
Respirators
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστικά νοσήματα
Αγγλικός όρος:
Respiratory diseases
Μετάφραση:
Respiratory diseases
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστικά προβλήματα
Αγγλικός όρος:
Breathing problems
Μετάφραση:
Breathing problems
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστική οδός
Αγγλικός όρος:
Respiratory tract
Μετάφραση:
Respiratory tract
Ελληνικός όρος:
Αναπνευστική συσκευή
Αγγλικός όρος:
Breathing apparatus
Μετάφραση:
Breathing apparatus
Ελληνικός όρος:
Αναπνοή
Αγγλικός όρος:
Respiration or breathing
Μετάφραση:
Respiration or breathing
Ελληνικός όρος:
Ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων
Αγγλικός όρος:
Human resource development
Μετάφραση:
Human resource development
Ελληνικός όρος:
Αναρρόφηση
Αγγλικός όρος:
Aspiration
Μετάφραση:
Aspiration
Ελληνικός όρος:
Ανάρρωση
Αγγλικός όρος:
Convalescence
Μετάφραση:
Convalescence
Ελληνικός όρος:
Ανάρτηση
Αγγλικός όρος:
Suspension
Μετάφραση:
Suspension
Ελληνικός όρος:
Ανασκευασμένο IBC
Αγγλικός όρος:
Remanufactured IBC
Μετάφραση:
Remanufactured IBC
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση
Αγγλικός όρος:
Review
Μετάφραση:
Review
Ελληνικός όρος:
Ανασκόπηση σύμβασης
Αγγλικός όρος:
Contract review
Μετάφραση:
Contract review
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
Current page
17
Page
18
Page
19
Page
20
Page
21
…
Next page
››
Last page
τελευταία »