Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 865 - 900 of 1067
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Εργασίες υλοτόμησης
Αγγλικός όρος:
Logging operations
Μετάφραση:
Logging operations
Ελληνικός όρος:
Εργάσιμες ημέρες
Αγγλικός όρος:
Working days
Μετάφραση:
Working days
Ελληνικός όρος:
Εργασιοθεραπεία
Αγγλικός όρος:
Occupational therapy
Μετάφραση:
Occupational therapy
Ελληνικός όρος:
Εργαστηριακή δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Laboratory test
Μετάφραση:
Laboratory test
Ελληνικός όρος:
Εργαστηριακή εργασία
Αγγλικός όρος:
Laboratory work
Μετάφραση:
Laboratory work
Ελληνικός όρος:
Εργαστηριακή μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Laboratory method
Μετάφραση:
Laboratory method
Ελληνικός όρος:
Εργαστηριακή συσκευή
Αγγλικός όρος:
Laboratory apparatus
Μετάφραση:
Laboratory apparatus
Ελληνικός όρος:
Εργαστηριακό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Laboratory sample
Μετάφραση:
Laboratory sample
Ελληνικός όρος:
Εργαστηριακό πλαίσιο
Αγγλικός όρος:
Laboratory frame
Μετάφραση:
Laboratory frame
Ελληνικός όρος:
Εργαστηριακό προσωπικό
Αγγλικός όρος:
Laboratory personnel
Μετάφραση:
Laboratory personnel
Ελληνικός όρος:
Εργαστηριακός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Laboratory equipment
Μετάφραση:
Laboratory equipment
Ελληνικός όρος:
Εργαστήριο
Αγγλικός όρος:
Laboratory, workshop
Μετάφραση:
Laboratory, workshop
Ελληνικός όρος:
Εργαστήριο διακριβώσεων
Αγγλικός όρος:
Calibration laboratory
Μετάφραση:
Calibration laboratory
Ελληνικός όρος:
Εργαστήριο δοκιμών
Αγγλικός όρος:
Testing laboratory
Μετάφραση:
Testing laboratory
Ελληνικός όρος:
Εργάτης
Αγγλικός όρος:
Worker
Μετάφραση:
Worker
Ελληνικός όρος:
Εργάτης βιομηχανίας
Αγγλικός όρος:
Industrial worker
Μετάφραση:
Industrial worker
Ελληνικός όρος:
Εργατική νομοθεσία
Αγγλικός όρος:
Labour law
Μετάφραση:
Labour law
Ελληνικός όρος:
Εργατικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Accident at work
Μετάφραση:
Accident at work
Ελληνικός όρος:
Εργατικό δυναμικό
Αγγλικός όρος:
Workforce
Μετάφραση:
Workforce
Ελληνικός όρος:
Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αθηνών
Αγγλικός όρος:
Centre of Athens Labor Unions (EKA)
Μετάφραση:
Centre of Athens Labor Unions (EKA)
Ελληνικός όρος:
Έργο τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
Standards project
Μετάφραση:
Standards project
Ελληνικός όρος:
Εργοδότης
Αγγλικός όρος:
Employer
Μετάφραση:
Employer
Ελληνικός όρος:
Εργοδοτική εισφορά
Αγγλικός όρος:
Employers’ insurance contribution
Μετάφραση:
Employers’ insurance contribution
Ελληνικός όρος:
Εργοκαλσιφερόλη
Αγγλικός όρος:
Ergocalciferol, calciferol, vitamin D2
Μετάφραση:
Ergocalciferol, calciferol, vitamin D2
Ελληνικός όρος:
Εργολαβία
Αγγλικός όρος:
Undertaking
Μετάφραση:
Undertaking
Ελληνικός όρος:
Εργολάβος
Αγγλικός όρος:
Contractor
Μετάφραση:
Contractor
Ελληνικός όρος:
Εργονομία
Αγγλικός όρος:
Ergonomics
Μετάφραση:
Ergonomics
Ελληνικός όρος:
Εργονομία θερμικού περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Ergonomics of the thermal environment
Μετάφραση:
Ergonomics of the thermal environment
Ελληνικός όρος:
Εργονομικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Ergonomic hazards
Μετάφραση:
Ergonomic hazards
Ελληνικός όρος:
Εργονομικοί παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Ergonomic factors
Μετάφραση:
Ergonomic factors
Ελληνικός όρος:
Εργονομικός
Αγγλικός όρος:
Ergonomical
Μετάφραση:
Ergonomical
Ελληνικός όρος:
Εργονόμος
Αγγλικός όρος:
Ergonomist
Μετάφραση:
Ergonomist
Ελληνικός όρος:
Εργοστάσια χημικών
Αγγλικός όρος:
Chemical plants
Μετάφραση:
Chemical plants
Ελληνικός όρος:
Εργοστάσιο
Αγγλικός όρος:
Factory
Μετάφραση:
Factory
Ελληνικός όρος:
Εργοστερόλη
Αγγλικός όρος:
Ergosterol
Μετάφραση:
Ergosterol
Ελληνικός όρος:
Εργοτάξιο
Αγγλικός όρος:
Construction site
Μετάφραση:
Construction site
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
21
Page
22
Page
23
Page
24
Current page
25
Page
26
Page
27
Page
28
Page
29
…
Next page
››
Last page
τελευταία »