Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 3601 - 3636 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Επτανόλη
Αγγλικός όρος:
Heptanol
Μετάφραση:
Heptanol
Ελληνικός όρος:
Επτανόνη
Αγγλικός όρος:
Heptanone
Μετάφραση:
Heptanone
Ελληνικός όρος:
Επτανόνη 2-
Αγγλικός όρος:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Μετάφραση:
Methyl amyl ketone, butylacetone, 2-heptanone, MAK
Ελληνικός όρος:
Επτανόνη 3-
Αγγλικός όρος:
Ethyl butyl ketone, 3-heptanone
Μετάφραση:
Ethyl butyl ketone, 3-heptanone
Ελληνικός όρος:
Επταχλώριο
Αγγλικός όρος:
Heptachlor
Μετάφραση:
Heptachlor
Ελληνικός όρος:
Επτένιο
Αγγλικός όρος:
Heptene
Μετάφραση:
Heptene
Ελληνικός όρος:
Επτίνιο
Αγγλικός όρος:
Heptyne
Μετάφραση:
Heptyne
Ελληνικός όρος:
Επτυλαμίνη ή αμινοεπτάνιο
Αγγλικός όρος:
Heptylamine, aminoheptane
Μετάφραση:
Heptylamine, aminoheptane
Ελληνικός όρος:
Επτύλιο
Αγγλικός όρος:
Heptyl
Μετάφραση:
Heptyl
Ελληνικός όρος:
Έρβιο
Αγγλικός όρος:
Erbium (Er)
Μετάφραση:
Erbium (Er)
Ελληνικός όρος:
Έργα οδοποιίας
Αγγλικός όρος:
Road building
Μετάφραση:
Road building
Ελληνικός όρος:
Έργα πολιτικού μηχανικού
Αγγλικός όρος:
Civil engineering
Μετάφραση:
Civil engineering
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενη μητέρα
Αγγλικός όρος:
Working mother
Μετάφραση:
Working mother
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι με ειδικές ανάγκες
Αγγλικός όρος:
Disabled workers
Μετάφραση:
Disabled workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Part-time workers
Μετάφραση:
Part-time workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι σε άτυπες θέσεις απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Atypical workers
Μετάφραση:
Atypical workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι σε βάρδιες
Αγγλικός όρος:
Shift workers
Μετάφραση:
Shift workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι σε διαθεσιμότητα
Αγγλικός όρος:
On-call workers
Μετάφραση:
On-call workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενοι στον τομέα παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Sex workers
Μετάφραση:
Sex workers
Ελληνικός όρος:
Εργαζόμενος
Αγγλικός όρος:
Employee, worker
Μετάφραση:
Employee, worker
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία ισχύος
Αγγλικός όρος:
Power tools
Μετάφραση:
Power tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία πεπιεσμένου αέρα
Αγγλικός όρος:
Pneumatic tools
Μετάφραση:
Pneumatic tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία που ενεργοποιούνται με πυρίτιδα
Αγγλικός όρος:
Powder-actuated tools
Μετάφραση:
Powder-actuated tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία που λειτουργούν με αέριο
Αγγλικός όρος:
Gas-powered tools
Μετάφραση:
Gas-powered tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλεία χεριού
Αγγλικός όρος:
Hand tools
Μετάφραση:
Hand tools
Ελληνικός όρος:
Εργαλείο
Αγγλικός όρος:
Tool
Μετάφραση:
Tool
Ελληνικός όρος:
Εργαλείο αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη χημική ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Chemical safety assessment and reporting tool, CHESAR
Μετάφραση:
Chemical safety assessment and reporting tool, CHESAR
Ελληνικός όρος:
Εργαλειομηχανή
Αγγλικός όρος:
Machine-tool
Μετάφραση:
Machine-tool
Ελληνικός όρος:
Εργασία
Αγγλικός όρος:
Job, labour, work, task
Μετάφραση:
Job, labour, work, task
Ελληνικός όρος:
Εργασία ανηλίκων
Αγγλικός όρος:
Employment of minors
Μετάφραση:
Employment of minors
Ελληνικός όρος:
Εργασία γραφείου
Αγγλικός όρος:
Office work
Μετάφραση:
Office work
Ελληνικός όρος:
Εργασία γυναικών
Αγγλικός όρος:
Female employment
Μετάφραση:
Female employment
Ελληνικός όρος:
Εργασία με καθορισμένο ρυθμό
Αγγλικός όρος:
Paced work
Μετάφραση:
Paced work
Ελληνικός όρος:
Εργασία μερικής απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Part-time work
Μετάφραση:
Part-time work
Ελληνικός όρος:
Εργασία περίπτωσης
Αγγλικός όρος:
Case work
Μετάφραση:
Case work
Ελληνικός όρος:
Εργασία πλήρους απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Full-time work
Μετάφραση:
Full-time work
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
97
Page
98
Page
99
Page
100
Current page
101
Page
102
Page
103
Page
104
Page
105
…
Next page
››
Last page
τελευταία »