Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 3889 - 3924 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Electric counductivity
Μετάφραση:
Electric counductivity
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική μόνωση
Αγγλικός όρος:
Electrical isolation
Μετάφραση:
Electrical isolation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική προστασία
Αγγλικός όρος:
Electrical protection
Μετάφραση:
Electrical protection
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική συσκευή
Αγγλικός όρος:
Electrical apparatus
Μετάφραση:
Electrical apparatus
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρική τάση
Αγγλικός όρος:
Voltage
Μετάφραση:
Voltage
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό οξύ ή βουτανοδιοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Succinic acid or butanedioic acid ((CH2)2(COOH)2)
Μετάφραση:
Succinic acid or butanedioic acid ((CH2)2(COOH)2)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Electric field
Μετάφραση:
Electric field
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electric current
Μετάφραση:
Electric current
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σήμα
Αγγλικός όρος:
Electric signal
Μετάφραση:
Electric signal
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σίδερο συγκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Electric soldering iron
Μετάφραση:
Electric soldering iron
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό στροφόμετρο
Αγγλικός όρος:
Electrical tachometer
Μετάφραση:
Electrical tachometer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικό σύστημα αποφυγής της μετατόπισης
Αγγλικός όρος:
Electrical anti-creep system
Μετάφραση:
Electrical anti-creep system
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικοί κίνδυνοι ή κίνδυνοι από το ηλεκτρικό ρεύμα
Αγγλικός όρος:
Electrical hazards
Μετάφραση:
Electrical hazards
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός
Αγγλικός όρος:
Electrical
Μετάφραση:
Electrical
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Succinic anhydride (HOOC(CH2)2COOH)
Μετάφραση:
Succinic anhydride (HOOC(CH2)2COOH)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός διαχωρισμός
Αγγλικός όρος:
Electrical separation
Μετάφραση:
Electrical separation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl succinate
Μετάφραση:
Dimethyl succinate
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Electrical equipment
Μετάφραση:
Electrical equipment
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός πίνακας
Αγγλικός όρος:
Electric panel, switchboard
Μετάφραση:
Electric panel, switchboard
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικός φανός χειρός
Αγγλικός όρος:
Torch light or flash light
Μετάφραση:
Torch light or flash light
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρικοσουλφαθειαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Succinoylsulfathiazole
Μετάφραση:
Succinoylsulfathiazole
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτριμίδιο
Αγγλικός όρος:
Succinimide (C4H5NO2)
Μετάφραση:
Succinimide (C4H5NO2)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρισμός
Αγγλικός όρος:
Electricity
Μετάφραση:
Electricity
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδια
Αγγλικός όρος:
Electrodes
Μετάφραση:
Electrodes
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδιο γραφίτη
Αγγλικός όρος:
Graphite-electrode
Μετάφραση:
Graphite-electrode
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόδιο δευτέρου είδους
Αγγλικός όρος:
Electrode of the second order
Μετάφραση:
Electrode of the second order
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροευαίσθητες προστατευτικές διατάξεις
Αγγλικός όρος:
Electrosensitive protective devices
Μετάφραση:
Electrosensitive protective devices
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκινητήρας
Αγγλικός όρος:
Electric motor
Μετάφραση:
Electric motor
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκίνητο όχημα με συσσωρευτή
Αγγλικός όρος:
Battery –vehicle
Μετάφραση:
Battery –vehicle
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκίνητο φορτηγό όχημα
Αγγλικός όρος:
Battery powered truck
Μετάφραση:
Battery powered truck
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροκόλληση χειρός
Αγγλικός όρος:
Manual arc welding
Μετάφραση:
Manual arc welding
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόλυση
Αγγλικός όρος:
Electrolysis
Μετάφραση:
Electrolysis
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρολύτες
Αγγλικός όρος:
Electrolytes
Μετάφραση:
Electrolytes
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic radiation
Μετάφραση:
Electromagnetic radiation
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητική δύναμη
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic force
Μετάφραση:
Electromagnetic force
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητικό πεδίο
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic field
Μετάφραση:
Electromagnetic field
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
105
Page
106
Page
107
Page
108
Current page
109
Page
110
Page
111
Page
112
Page
113
…
Next page
››
Last page
τελευταία »