Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 3925 - 3960 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομαγνητικό φάσμα
Αγγλικός όρος:
Electromagnetic spectrum
Μετάφραση:
Electromagnetic spectrum
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρομυογραφία
Αγγλικός όρος:
Electromyography
Μετάφραση:
Electromyography
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία μετάδοσης
Αγγλικός όρος:
Transmission electron microscopy (TEM)
Μετάφραση:
Transmission electron microscopy (TEM)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης
Αγγλικός όρος:
Scanning electron microscopy (SEM)
Μετάφραση:
Scanning electron microscopy (SEM)
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονική παρακολούθηση εργασιών
Αγγλικός όρος:
Electronic work monitoring
Μετάφραση:
Electronic work monitoring
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικό
Αγγλικός όρος:
Electronic
Μετάφραση:
Electronic
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Electronic equipment
Μετάφραση:
Electronic equipment
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονικός υπολογιστής
Αγγλικός όρος:
Computer
Μετάφραση:
Computer
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρόνιο
Αγγλικός όρος:
Electron
Μετάφραση:
Electron
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονόμος
Αγγλικός όρος:
Relay
Μετάφραση:
Relay
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτρονόμος χρονικής καθυστερήσεως
Αγγλικός όρος:
Time delay relay
Μετάφραση:
Time delay relay
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροοπτικά φαινόμενα
Αγγλικός όρος:
Electroptical effects
Μετάφραση:
Electroptical effects
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροπληξία
Αγγλικός όρος:
Electrocution, electric shock
Μετάφραση:
Electrocution, electric shock
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροστατικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Electrostatic properties
Μετάφραση:
Electrostatic properties
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροσυγκόλληση
Αγγλικός όρος:
Electric welding
Μετάφραση:
Electric welding
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροσύντηξη
Αγγλικός όρος:
Electrofusion
Μετάφραση:
Electrofusion
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροφόρα καλώδια
Αγγλικός όρος:
Power lines
Μετάφραση:
Power lines
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροφόρηση
Αγγλικός όρος:
Electrophoresis
Μετάφραση:
Electrophoresis
Ελληνικός όρος:
Ηλεκτροχημικός
Αγγλικός όρος:
Electrochemical
Μετάφραση:
Electrochemical
Ελληνικός όρος:
Ηλιακή ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Solar radiation
Μετάφραση:
Solar radiation
Ελληνικός όρος:
Ηλικιωμένοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Ageing workers
Μετάφραση:
Ageing workers
Ελληνικός όρος:
Ήλιο
Αγγλικός όρος:
Helium (He)
Μετάφραση:
Helium (He)
Ελληνικός όρος:
Ήλος
Αγγλικός όρος:
Nail
Μετάφραση:
Nail
Ελληνικός όρος:
Ημερήσια ατομική ηχοέκθεση εργαζομένου
Αγγλικός όρος:
Daily personal noise exposure of a worker
Μετάφραση:
Daily personal noise exposure of a worker
Ελληνικός όρος:
Ημερήσια έκθεση
Αγγλικός όρος:
Daily exposure
Μετάφραση:
Daily exposure
Ελληνικός όρος:
Ημερήσια έκθεση σε κραδασμούς
Αγγλικός όρος:
Daily vibration exposure
Μετάφραση:
Daily vibration exposure
Ελληνικός όρος:
Ημερολόγιο
Αγγλικός όρος:
Log book
Μετάφραση:
Log book
Ελληνικός όρος:
Ημερομηνία έκδοσης
Αγγλικός όρος:
Issue date
Μετάφραση:
Issue date
Ελληνικός όρος:
Ημερομηνία λήξης
Αγγλικός όρος:
Expiration date
Μετάφραση:
Expiration date
Ελληνικός όρος:
Ημιαγωγός
Αγγλικός όρος:
Semiconductor
Μετάφραση:
Semiconductor
Ελληνικός όρος:
Ημιάκαμπτος σωλήνας
Αγγλικός όρος:
Semi-rigid hose
Μετάφραση:
Semi-rigid hose
Ελληνικός όρος:
Ημιακετάλη
Αγγλικός όρος:
Hemiacetal
Μετάφραση:
Hemiacetal
Ελληνικός όρος:
Ημιθειοακετάλη
Αγγλικός όρος:
Hemithioacetal (ESCH(OH)R)
Μετάφραση:
Hemithioacetal (ESCH(OH)R)
Ελληνικός όρος:
Ημικρανία
Αγγλικός όρος:
Migraine
Μετάφραση:
Migraine
Ελληνικός όρος:
Ημιμελλιτόλιο
Αγγλικός όρος:
Hemimellitene
Μετάφραση:
Hemimellitene
Ελληνικός όρος:
Ημιτονοειδής
Αγγλικός όρος:
Sinusoidal
Μετάφραση:
Sinusoidal
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
106
Page
107
Page
108
Page
109
Current page
110
Page
111
Page
112
Page
113
Page
114
…
Next page
››
Last page
τελευταία »