Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4465 - 4500 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος ουροδόχου κύστης
Αγγλικός όρος:
Bladder cancer
Μετάφραση:
Bladder cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος της ρινικής κοιλότητας
Αγγλικός όρος:
Nasal cancer
Μετάφραση:
Nasal cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin cancer
Μετάφραση:
Skin cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του εγκεφάλου
Αγγλικός όρος:
Brain cancer
Μετάφραση:
Brain cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα
Αγγλικός όρος:
Throat cancer
Μετάφραση:
Throat cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του λάρυγγα από εισπνοή σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Cancer of the larynx following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος του πνεύμονα
Αγγλικός όρος:
Lung cancer
Μετάφραση:
Lung cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye cancer
Μετάφραση:
Eye cancer
Ελληνικός όρος:
Καρκίνος των πνευμόνων λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Lung cancer following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Lung cancer following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Καρκίνωμα
Αγγλικός όρος:
Carcinoma
Μετάφραση:
Carcinoma
Ελληνικός όρος:
Καροτένιο
Αγγλικός όρος:
Carotene
Μετάφραση:
Carotene
Ελληνικός όρος:
Καρούλι
Αγγλικός όρος:
Drum, reel
Μετάφραση:
Drum, reel
Ελληνικός όρος:
Καρπός
Αγγλικός όρος:
Wrist
Μετάφραση:
Wrist
Ελληνικός όρος:
Καρτεσιανές συντεταγμένες
Αγγλικός όρος:
Cartesian coordinates
Μετάφραση:
Cartesian coordinates
Ελληνικός όρος:
Καρυδάκι
Αγγλικός όρος:
Nut runner
Μετάφραση:
Nut runner
Ελληνικός όρος:
Καρφί
Αγγλικός όρος:
Nail
Μετάφραση:
Nail
Ελληνικός όρος:
Κασσιτεροκόλληση ή μαλακή κόλληση
Αγγλικός όρος:
Soldering
Μετάφραση:
Soldering
Ελληνικός όρος:
Κασσίτερος ή στάννιο
Αγγλικός όρος:
Tin (Sn)
Μετάφραση:
Tin (Sn)
Ελληνικός όρος:
Κασσιτέρωση
Αγγλικός όρος:
Stannosis
Μετάφραση:
Stannosis
Ελληνικός όρος:
Καστάνια
Αγγλικός όρος:
Ratchet
Μετάφραση:
Ratchet
Ελληνικός όρος:
Κατ΄οίκον εργασία
Αγγλικός όρος:
Home-based work
Μετάφραση:
Home-based work
Ελληνικός όρος:
Κατ’οίκον εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Home workers
Μετάφραση:
Home workers
Ελληνικός όρος:
Κατά τη διάρκεια υποκαπνισμού /ψεκάσματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή
Αγγλικός όρος:
During fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment
Μετάφραση:
During fumigation/spraying wear suitable respiratory equipment
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση αναπτύσσονται επικίνδυνες αναθυμιάσεις
Αγγλικός όρος:
Dangerous fumes are formed during use
Μετάφραση:
Dangerous fumes are formed during use
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση γίνεται πολύ εύφλεκτο
Αγγλικός όρος:
Can become highly flammable in use
Μετάφραση:
Can become highly flammable in use
Ελληνικός όρος:
Κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα
Αγγλικός όρος:
In use may form flammable
Μετάφραση:
In use may form flammable
Ελληνικός όρος:
Κατά την χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα /εκρηκτικά μείγματα ατμού-αέρος
Αγγλικός όρος:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Μετάφραση:
In use, may form flammable/explosive vapour-air mixture
Ελληνικός όρος:
Κάταγμα
Αγγλικός όρος:
Fracture
Μετάφραση:
Fracture
Ελληνικός όρος:
Κατάγματα οστού
Αγγλικός όρος:
Bone fractures
Μετάφραση:
Bone fractures
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή απουσιών από την εργασία
Αγγλικός όρος:
Absenteeism recording
Μετάφραση:
Absenteeism recording
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Injury recording
Μετάφραση:
Injury recording
Ελληνικός όρος:
Καταγραφή κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazard recording
Μετάφραση:
Hazard recording
Ελληνικός όρος:
Κατάθλιψη
Αγγλικός όρος:
Depression
Μετάφραση:
Depression
Ελληνικός όρος:
Καταιονητήρας ή ντους
Αγγλικός όρος:
Shower
Μετάφραση:
Shower
Ελληνικός όρος:
Κατακαθιζόμενο
Αγγλικός όρος:
Deposited
Μετάφραση:
Deposited
Ελληνικός όρος:
Κατάκαυση
Αγγλικός όρος:
Deflagration
Μετάφραση:
Deflagration
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
121
Page
122
Page
123
Page
124
Current page
125
Page
126
Page
127
Page
128
Page
129
…
Next page
››
Last page
τελευταία »