Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4501 - 4536 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κατακράτηση
Αγγλικός όρος:
Hold up
Μετάφραση:
Hold up
Ελληνικός όρος:
Κατάλληλος
Αγγλικός όρος:
Appropriate
Μετάφραση:
Appropriate
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος εναρμονισμένων εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Harmonized good list
Μετάφραση:
Harmonized good list
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος Ενδεικτικών Επαγγελματικών Οριακών Τιμών
Αγγλικός όρος:
Indicative Occupational limit values, IOELV
Μετάφραση:
Indicative Occupational limit values, IOELV
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος ταξινόμησης και επισήμανσης
Αγγλικός όρος:
Classification and Labelling Inventory, C&L Inventory
Μετάφραση:
Classification and Labelling Inventory, C&L Inventory
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος Τοξικών Επιπτώσεων Χημικών Ουσιών
Αγγλικός όρος:
Registry of Toxic Effects of Chemical Substances, RTECS
Μετάφραση:
Registry of Toxic Effects of Chemical Substances, RTECS
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος των επικινδύνων ουσιών ταξινομημένων βάσει του ατομικού αριθμού του στοιχείου του πλέον χαρακτηριστικού των ιδιοτήτων τους
Αγγλικός όρος:
List of dangerous substances classified in the order of the atomic number of the element most characteristic of their properties
Μετάφραση:
List of dangerous substances classified in the order of the atomic number of the element most characteristic of their properties
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος υποψηφίων ουσιών
Αγγλικός όρος:
Candidate list
Μετάφραση:
Candidate list
Ελληνικός όρος:
Κατάλογος χημικών στοιχείων ταξινομημένων σύμφωνα με τον ατομικό τους αριθμό (Ζ)
Αγγλικός όρος:
List of chemical elements classified according to their atomic number (Z)
Μετάφραση:
List of chemical elements classified according to their atomic number (Z)
Ελληνικός όρος:
Κατάλοιπα αντιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Reaction residues
Μετάφραση:
Reaction residues
Ελληνικός όρος:
Κατάλυση
Αγγλικός όρος:
Catalysis
Μετάφραση:
Catalysis
Ελληνικός όρος:
Καταλύτης
Αγγλικός όρος:
Catalyst
Μετάφραση:
Catalyst
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική αναδόμηση
Αγγλικός όρος:
Catalytic reforming
Μετάφραση:
Catalytic reforming
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική αφυδρογόνωση
Αγγλικός όρος:
Catalytic dehydrogenation
Μετάφραση:
Catalytic dehydrogenation
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Catalytic cracking
Μετάφραση:
Catalytic cracking
Ελληνικός όρος:
Καταλυτική κλίνη
Αγγλικός όρος:
Catalytic dead
Μετάφραση:
Catalytic dead
Ελληνικός όρος:
Καταλυτικός μετατροπέας
Αγγλικός όρος:
Catalytic converter
Μετάφραση:
Catalytic converter
Ελληνικός όρος:
Καταμερισμός εργασίας
Αγγλικός όρος:
Division of labour
Μετάφραση:
Division of labour
Ελληνικός όρος:
Κατανάλωση
Αγγλικός όρος:
Consumption
Μετάφραση:
Consumption
Ελληνικός όρος:
Κατανομή
Αγγλικός όρος:
Distribution
Μετάφραση:
Distribution
Ελληνικός όρος:
Κατανομή Gauss
Αγγλικός όρος:
Gaussian distribution
Μετάφραση:
Gaussian distribution
Ελληνικός όρος:
Κατανομή συχνότητας
Αγγλικός όρος:
Frequency distribution
Μετάφραση:
Frequency distribution
Ελληνικός όρος:
Κατανομή φορτίου
Αγγλικός όρος:
Load sharing
Μετάφραση:
Load sharing
Ελληνικός όρος:
Κατανομή χρόνου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Working time arrangement
Μετάφραση:
Working time arrangement
Ελληνικός όρος:
Καταπίνω
Αγγλικός όρος:
Swallow
Μετάφραση:
Swallow
Ελληνικός όρος:
Καταπολέμηση του άγχους
Αγγλικός όρος:
Stress management
Μετάφραση:
Stress management
Ελληνικός όρος:
Καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Exertion
Μετάφραση:
Exertion
Ελληνικός όρος:
Καταπόνηση λόγω ψύχους
Αγγλικός όρος:
Cold stress
Μετάφραση:
Cold stress
Ελληνικός όρος:
Κατάποση
Αγγλικός όρος:
Ingestion
Μετάφραση:
Ingestion
Ελληνικός όρος:
Καταπραϋντικά
Αγγλικός όρος:
Sedatives
Μετάφραση:
Sedatives
Ελληνικός όρος:
Κατάργηση ή ακύρωση ή ανάκληση
Αγγλικός όρος:
Repeal
Μετάφραση:
Repeal
Ελληνικός όρος:
Καταρράκτης προκαλούμενος από θερμική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Cataracts caused by heat radiation
Μετάφραση:
Cataracts caused by heat radiation
Ελληνικός όρος:
Κατασκευαστική βιομηχανία
Αγγλικός όρος:
Construction industry
Μετάφραση:
Construction industry
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή
Αγγλικός όρος:
Construction
Μετάφραση:
Construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή επίπεδης οροφής
Αγγλικός όρος:
Flat roof construction
Μετάφραση:
Flat roof construction
Ελληνικός όρος:
Κατασκευή μονώσεων
Αγγλικός όρος:
Insulation construction
Μετάφραση:
Insulation construction
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
122
Page
123
Page
124
Page
125
Current page
126
Page
127
Page
128
Page
129
Page
130
…
Next page
››
Last page
τελευταία »