Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4609 - 4644 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κεντρικό στοιχείο
Αγγλικός όρος:
Central element
Μετάφραση:
Central element
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Μετάφρασης των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με έδρα το Λουξεμβούργο
Αγγλικός όρος:
Translation Centre for the Bodies of the European Union, Luxembourg (CdT)
Μετάφραση:
Translation Centre for the Bodies of the European Union, Luxembourg (CdT)
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Centre for the Prevention of Occupational Risk
Μετάφραση:
Centre for the Prevention of Occupational Risk
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης
Αγγλικός όρος:
Documentation and Information centre
Μετάφραση:
Documentation and Information centre
Ελληνικός όρος:
Κέντρο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Centre for Occupational Health and Safety
Μετάφραση:
Centre for Occupational Health and Safety
Ελληνικός όρος:
Κερατίνη
Αγγλικός όρος:
Keratin
Μετάφραση:
Keratin
Ελληνικός όρος:
Κερατοειδής
Αγγλικός όρος:
Corneal
Μετάφραση:
Corneal
Ελληνικός όρος:
Κέρδος
Αγγλικός όρος:
Profit
Μετάφραση:
Profit
Ελληνικός όρος:
Κερί ή κηρός
Αγγλικός όρος:
Wax
Μετάφραση:
Wax
Ελληνικός όρος:
Κέρωμα
Αγγλικός όρος:
Waxing
Μετάφραση:
Waxing
Ελληνικός όρος:
Κετάλη
Αγγλικός όρος:
Ketal
Μετάφραση:
Ketal
Ελληνικός όρος:
Κετένη
Αγγλικός όρος:
Ketene
Μετάφραση:
Ketene
Ελληνικός όρος:
Κετένιο
Αγγλικός όρος:
Keten
Μετάφραση:
Keten
Ελληνικός όρος:
Κετογλουταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ketoglutaric acid
Μετάφραση:
Ketoglutaric acid
Ελληνικός όρος:
Κετόζη
Αγγλικός όρος:
Ketose
Μετάφραση:
Ketose
Ελληνικός όρος:
Κετοϊσοκαπριονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Ketoisocaproic acid
Μετάφραση:
Ketoisocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Κετόνη
Αγγλικός όρος:
Ketone
Μετάφραση:
Ketone
Ελληνικός όρος:
Κετονοξύ
Αγγλικός όρος:
Ketone acid
Μετάφραση:
Ketone acid
Ελληνικός όρος:
Κετοπεντόζη
Αγγλικός όρος:
Ketopentose
Μετάφραση:
Ketopentose
Ελληνικός όρος:
Κεφάλι
Αγγλικός όρος:
Head
Μετάφραση:
Head
Ελληνικός όρος:
Κηκιδικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Gallic acid
Μετάφραση:
Gallic acid
Ελληνικός όρος:
Κήλη
Αγγλικός όρος:
Hernias
Μετάφραση:
Hernias
Ελληνικός όρος:
Κηλίδα
Αγγλικός όρος:
Spot
Μετάφραση:
Spot
Ελληνικός όρος:
Κηροζίνη
Αγγλικός όρος:
Kerosene
Μετάφραση:
Kerosene
Ελληνικός όρος:
Κητάνιο
Αγγλικός όρος:
Cetane, hexadecane
Μετάφραση:
Cetane, hexadecane
Ελληνικός όρος:
Κητόσπερμα
Αγγλικός όρος:
Spermaceti
Μετάφραση:
Spermaceti
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Box, case
Μετάφραση:
Box, case
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο αποσκευών
Αγγλικός όρος:
Baggage container
Μετάφραση:
Baggage container
Ελληνικός όρος:
Κιβώτιο πρώτων βοηθειών
Αγγλικός όρος:
First aid kit
Μετάφραση:
First aid kit
Ελληνικός όρος:
Κιμωλία
Αγγλικός όρος:
Chalk
Μετάφραση:
Chalk
Ελληνικός όρος:
Κιναλδίνη
Αγγλικός όρος:
Quinaldine, 2-methyloquinoline
Μετάφραση:
Quinaldine, 2-methyloquinoline
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι από ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Radiation hazards
Μετάφραση:
Radiation hazards
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι από την διαχείριση υλικών
Αγγλικός όρος:
Materials handling hazards
Μετάφραση:
Materials handling hazards
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνοι για την υγεία στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Work-related health risks
Μετάφραση:
Work-related health risks
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Danger, hazard, risk
Μετάφραση:
Danger, hazard, risk
Ελληνικός όρος:
Κίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων
Αγγλικός όρος:
Danger of cumulative effects
Μετάφραση:
Danger of cumulative effects
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
125
Page
126
Page
127
Page
128
Current page
129
Page
130
Page
131
Page
132
Page
133
…
Next page
››
Last page
τελευταία »