Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4717 - 4752 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κλειστό εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Closed container
Μετάφραση:
Closed container
Ελληνικός όρος:
Κλειστό εμπορευματοκιβώτιο χύδην φορτίων
Αγγλικός όρος:
Closed bulk container
Μετάφραση:
Closed bulk container
Ελληνικός όρος:
Κλειστό όχημα
Αγγλικός όρος:
Closed vehicle
Μετάφραση:
Closed vehicle
Ελληνικός όρος:
Κλειστού κυκλώματος (π.χ. συσκευή)
Αγγλικός όρος:
Closed-circuit
Μετάφραση:
Closed-circuit
Ελληνικός όρος:
Κληρονομικότητα
Αγγλικός όρος:
Heredity
Μετάφραση:
Heredity
Ελληνικός όρος:
Κλίβανοι
Αγγλικός όρος:
Kilns
Μετάφραση:
Kilns
Ελληνικός όρος:
Κλίμακα
Αγγλικός όρος:
Ladder, scale
Μετάφραση:
Ladder, scale
Ελληνικός όρος:
Κλιμακοποίηση
Αγγλικός όρος:
Scaling
Μετάφραση:
Scaling
Ελληνικός όρος:
Κλιμακοστάσιο
Αγγλικός όρος:
Stairs
Μετάφραση:
Stairs
Ελληνικός όρος:
Κλιμακωτή προσέγγιση
Αγγλικός όρος:
Tiered approach
Μετάφραση:
Tiered approach
Ελληνικός όρος:
Κλιματισμός
Αγγλικός όρος:
Air conditioning
Μετάφραση:
Air conditioning
Ελληνικός όρος:
Κλινικά πρωτόκολλα
Αγγλικός όρος:
Clinical protocols
Μετάφραση:
Clinical protocols
Ελληνικός όρος:
Κλινικές δοκιμές
Αγγλικός όρος:
Clinical trials, clinical test
Μετάφραση:
Clinical trials, clinical test
Ελληνικός όρος:
Κλινικές οδηγίες
Αγγλικός όρος:
Clinical guidlines
Μετάφραση:
Clinical guidlines
Ελληνικός όρος:
Κλινική βιοχημεία
Αγγλικός όρος:
Clinical biochemistry
Μετάφραση:
Clinical biochemistry
Ελληνικός όρος:
Κλινική χημεία
Αγγλικός όρος:
Clinical chemistry
Μετάφραση:
Clinical chemistry
Ελληνικός όρος:
Κλινικοί δείκτες
Αγγλικός όρος:
Clinical indicators
Μετάφραση:
Clinical indicators
Ελληνικός όρος:
Κλινικός έλεγχος
Αγγλικός όρος:
Clinical audit
Μετάφραση:
Clinical audit
Ελληνικός όρος:
Κλίνκερ
Αγγλικός όρος:
Clinker
Μετάφραση:
Clinker
Ελληνικός όρος:
Κλίνκερ τσιμέντου
Αγγλικός όρος:
Cement clinker
Μετάφραση:
Cement clinker
Ελληνικός όρος:
Κλίση (π.χ. καμπύλης)
Αγγλικός όρος:
Slope
Μετάφραση:
Slope
Ελληνικός όρος:
Κλοπιδόλη
Αγγλικός όρος:
Clopidol, methylchloropindol
Μετάφραση:
Clopidol, methylchloropindol
Ελληνικός όρος:
Κλουβί
Αγγλικός όρος:
Cage, crate
Μετάφραση:
Cage, crate
Ελληνικός όρος:
Κλοφέν
Αγγλικός όρος:
Clofen, Polychlorinated biphenyls, aroclor, PCBs
Μετάφραση:
Clofen, Polychlorinated biphenyls, aroclor, PCBs
Ελληνικός όρος:
Κλωβός
Αγγλικός όρος:
Crate
Μετάφραση:
Crate
Ελληνικός όρος:
Κλωβός ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety cage
Μετάφραση:
Safety cage
Ελληνικός όρος:
Κλωστηρίδιο της αλλαντίασης
Αγγλικός όρος:
Clostridium botulinum
Μετάφραση:
Clostridium botulinum
Ελληνικός όρος:
Κλωστοϋφαντουργία
Αγγλικός όρος:
Textile industry
Μετάφραση:
Textile industry
Ελληνικός όρος:
Κλωστοϋφαντουργικό μηχάνημα
Αγγλικός όρος:
Textile machinery
Μετάφραση:
Textile machinery
Ελληνικός όρος:
Κεντρική μονάδα επεξεργασίας, ΚΜΕ
Αγγλικός όρος:
Central processing unit, CPU
Μετάφραση:
Central processing unit, CPU
Ελληνικός όρος:
Κνήμη
Αγγλικός όρος:
Leg
Μετάφραση:
Leg
Ελληνικός όρος:
Κνίδωση εξ επαφής
Αγγλικός όρος:
Contact urticaria
Μετάφραση:
Contact urticaria
Ελληνικός όρος:
Κνίδωση ή κνησμός
Αγγλικός όρος:
Urticaria
Μετάφραση:
Urticaria
Ελληνικός όρος:
Κεντρικό νευρικό σύστημα, ΚΝΣ
Αγγλικός όρος:
Central nervous system, CNS
Μετάφραση:
Central nervous system, CNS
Ελληνικός όρος:
Κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt, Co
Μετάφραση:
Cobalt, Co
Ελληνικός όρος:
Κόβω
Αγγλικός όρος:
Cut
Μετάφραση:
Cut
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
128
Page
129
Page
130
Page
131
Current page
132
Page
133
Page
134
Page
135
Page
136
…
Next page
››
Last page
τελευταία »