Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4753 - 4788 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κοιλιακός
Αγγλικός όρος:
Ventricular
Μετάφραση:
Ventricular
Ελληνικός όρος:
Κοινή αιτία
Αγγλικός όρος:
Common cause
Μετάφραση:
Common cause
Ελληνικός όρος:
Κοινή απαίτηση
Αγγλικός όρος:
Common requirement
Μετάφραση:
Common requirement
Ελληνικός όρος:
Κοινή διάταξη ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Common safety device
Μετάφραση:
Common safety device
Ελληνικός όρος:
Κοινή ονομασία
Αγγλικός όρος:
Common name
Μετάφραση:
Common name
Ελληνικός όρος:
Κοινή υποβολή δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Joint submission of data
Μετάφραση:
Joint submission of data
Ελληνικός όρος:
Κοινό
Αγγλικός όρος:
Public
Μετάφραση:
Public
Ελληνικός όρος:
Κοινό Κέντρο Ερευνών της Επιτροπής
Αγγλικός όρος:
Joint Research Centre of the Commission, JRC
Μετάφραση:
Joint Research Centre of the Commission, JRC
Ελληνικός όρος:
Κοινοποιημένη ουσία
Αγγλικός όρος:
Notified substance
Μετάφραση:
Notified substance
Ελληνικός όρος:
Κοινοποίηση
Αγγλικός όρος:
Notification
Μετάφραση:
Notification
Ελληνικός όρος:
Κοινοποίηση κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Hazard communication
Μετάφραση:
Hazard communication
Ελληνικός όρος:
Κοινοποιών
Αγγλικός όρος:
Notifier
Μετάφραση:
Notifier
Ελληνικός όρος:
Κοινοτικός οργανισμός
Αγγλικός όρος:
Community agency
Μετάφραση:
Community agency
Ελληνικός όρος:
Κοινοχρησία δεδομένων
Αγγλικός όρος:
Data sharing
Μετάφραση:
Data sharing
Ελληνικός όρος:
Κοινωνική ασφάλιση
Αγγλικός όρος:
Social insurance, social security (USA)
Μετάφραση:
Social insurance, social security (USA)
Ελληνικός όρος:
Κοινωνική υποστήριξη
Αγγλικός όρος:
Social support
Μετάφραση:
Social support
Ελληνικός όρος:
Κοινωνικοί εταίροι
Αγγλικός όρος:
Social partners
Μετάφραση:
Social partners
Ελληνικός όρος:
Κοινωνικοί φορείς
Αγγλικός όρος:
Social actors
Μετάφραση:
Social actors
Ελληνικός όρος:
Κοκαΐνη
Αγγλικός όρος:
Cocaine, benzoylmethylecgonine
Μετάφραση:
Cocaine, benzoylmethylecgonine
Ελληνικός όρος:
Κόκκος
Αγγλικός όρος:
Grain
Μετάφραση:
Grain
Ελληνικός όρος:
Κολικός
Αγγλικός όρος:
Colic
Μετάφραση:
Colic
Ελληνικός όρος:
Κολικός νεφρού
Αγγλικός όρος:
Kidney colic
Μετάφραση:
Kidney colic
Ελληνικός όρος:
Κολίτιδα
Αγγλικός όρος:
Colitis
Μετάφραση:
Colitis
Ελληνικός όρος:
Κόλλα
Αγγλικός όρος:
Glue, adhesive
Μετάφραση:
Glue, adhesive
Ελληνικός όρος:
Κολλαγόνο
Αγγλικός όρος:
Collagen
Μετάφραση:
Collagen
Ελληνικός όρος:
Κολλάει στην επιδερμίδα και στα μάτια μέσα σε δευτερόλεπτα
Αγγλικός όρος:
Bonds skin and eyes in seconds
Μετάφραση:
Bonds skin and eyes in seconds
Ελληνικός όρος:
Κόλληση
Αγγλικός όρος:
Gluing
Μετάφραση:
Gluing
Ελληνικός όρος:
Κολλοειδείς ουσίες
Αγγλικός όρος:
Colloids
Μετάφραση:
Colloids
Ελληνικός όρος:
Κολλωδιοβάμβακας
Αγγλικός όρος:
Colloidal cotton
Μετάφραση:
Colloidal cotton
Ελληνικός όρος:
Κόλο
Αγγλικός όρος:
Package
Μετάφραση:
Package
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο ή ρητινέλαιο
Αγγλικός όρος:
Tall oil
Μετάφραση:
Tall oil
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο φυσικής ρητίνης
Αγγλικός όρος:
Gum Rosin
Μετάφραση:
Gum Rosin
Ελληνικός όρος:
Κολοφώνιο χαρτοποιίας
Αγγλικός όρος:
Tall oil Rosin
Μετάφραση:
Tall oil Rosin
Ελληνικός όρος:
Κολπίτιδα
Αγγλικός όρος:
Sinusitis
Μετάφραση:
Sinusitis
Ελληνικός όρος:
Κομπόστ
Αγγλικός όρος:
Compost
Μετάφραση:
Compost
Ελληνικός όρος:
Κονεσσίνη
Αγγλικός όρος:
Conessine, 3β-dimethylaminocon-5-enine
Μετάφραση:
Conessine, 3β-dimethylaminocon-5-enine
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
129
Page
130
Page
131
Page
132
Current page
133
Page
134
Page
135
Page
136
Page
137
…
Next page
››
Last page
τελευταία »