Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4789 - 4824 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κοπή
Αγγλικός όρος:
Cutting
Μετάφραση:
Cutting
Ελληνικός όρος:
Κοπή με πλάσμα
Αγγλικός όρος:
Plasma-cutting
Μετάφραση:
Plasma-cutting
Ελληνικός όρος:
Κοπή με ψαλίδι
Αγγλικός όρος:
Shearing
Μετάφραση:
Shearing
Ελληνικός όρος:
Κοπίδια
Αγγλικός όρος:
Carvers
Μετάφραση:
Carvers
Ελληνικός όρος:
Κοπτερά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Sharps
Μετάφραση:
Sharps
Ελληνικός όρος:
Κοπτικά αρμών
Αγγλικός όρος:
Joint cutters
Μετάφραση:
Joint cutters
Ελληνικός όρος:
Κόπωση του οδηγού
Αγγλικός όρος:
Driver fatigue
Μετάφραση:
Driver fatigue
Ελληνικός όρος:
Κορδόνια
Αγγλικός όρος:
Lanyards
Μετάφραση:
Lanyards
Ελληνικός όρος:
Κορεσμός
Αγγλικός όρος:
Saturation
Μετάφραση:
Saturation
Ελληνικός όρος:
Κορμός (π.χ. ανθρώπου)
Αγγλικός όρος:
Torso
Μετάφραση:
Torso
Ελληνικός όρος:
Κορτιζόνη
Αγγλικός όρος:
Cortisone
Μετάφραση:
Cortisone
Ελληνικός όρος:
Κορτικοτροπίνη
Αγγλικός όρος:
Corticotropin
Μετάφραση:
Corticotropin
Ελληνικός όρος:
Κορυνομυκολενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Corynomycolenic acid
Μετάφραση:
Corynomycolenic acid
Ελληνικός όρος:
Κορυφαία ταχύτητα εκπνευστικής ροής
Αγγλικός όρος:
Peak Expiratory Flow Rate, PEFR
Μετάφραση:
Peak Expiratory Flow Rate, PEFR
Ελληνικός όρος:
Κορυφή
Αγγλικός όρος:
Peak
Μετάφραση:
Peak
Ελληνικός όρος:
Κορυφοτιμή
Αγγλικός όρος:
Peak value
Μετάφραση:
Peak value
Ελληνικός όρος:
Κοσκίνιση ή κοσκίνισμα
Αγγλικός όρος:
Sieving
Μετάφραση:
Sieving
Ελληνικός όρος:
Κοσκίνισμα
Αγγλικός όρος:
Regrading
Μετάφραση:
Regrading
Ελληνικός όρος:
Κόσκινο
Αγγλικός όρος:
Sieve
Μετάφραση:
Sieve
Ελληνικός όρος:
Κοσμικές ακτίνες
Αγγλικός όρος:
Cosmic rays
Μετάφραση:
Cosmic rays
Ελληνικός όρος:
Κόστη για την επανένταξη στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Rehabilitation costs
Μετάφραση:
Rehabilitation costs
Ελληνικός όρος:
Κόστος
Αγγλικός όρος:
Cost
Μετάφραση:
Cost
Ελληνικός όρος:
Κόστος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour cost
Μετάφραση:
Labour cost
Ελληνικός όρος:
Κόστος σχετιζόμενο με την ποιότητα
Αγγλικός όρος:
Quality related cost
Μετάφραση:
Quality related cost
Ελληνικός όρος:
Κόστος των ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Costs of accidents
Μετάφραση:
Costs of accidents
Ελληνικός όρος:
Κουβούκλια
Αγγλικός όρος:
Cradles
Μετάφραση:
Cradles
Ελληνικός όρος:
Κουβούκλιο χειριστή
Αγγλικός όρος:
Operator's cab
Μετάφραση:
Operator's cab
Ελληνικός όρος:
Κουλτούρα τμημάτων
Αγγλικός όρος:
Departmental culture
Μετάφραση:
Departmental culture
Ελληνικός όρος:
Κουμόλιο ή 2-φαινυλοπροπάνιο ή ισοπροπυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Cumene, cumol, 2-phenylpropane, isopropylbenzene
Μετάφραση:
Cumene, cumol, 2-phenylpropane, isopropylbenzene
Ελληνικός όρος:
Κουπαστή, κιγκλίδωμα
Αγγλικός όρος:
Balustrade
Μετάφραση:
Balustrade
Ελληνικός όρος:
Κούπριο
Αγγλικός όρος:
Copper, Cu
Μετάφραση:
Copper, Cu
Ελληνικός όρος:
Κούραση
Αγγλικός όρος:
Fatigue
Μετάφραση:
Fatigue
Ελληνικός όρος:
Κοφτερά εργαλεία
Αγγλικός όρος:
Sharp tools
Μετάφραση:
Sharp tools
Ελληνικός όρος:
Κραδασμός μεταδιδόμενος στο σύστημα χεριού-βραχίονα
Αγγλικός όρος:
Hand arm vibration
Μετάφραση:
Hand arm vibration
Ελληνικός όρος:
Κράμα
Αγγλικός όρος:
Alloy
Μετάφραση:
Alloy
Ελληνικός όρος:
Κράμπα
Αγγλικός όρος:
Cramp
Μετάφραση:
Cramp
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
130
Page
131
Page
132
Page
133
Current page
134
Page
135
Page
136
Page
137
Page
138
…
Next page
››
Last page
τελευταία »