Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 5041 - 5076 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Λευκός αμίαντος
Αγγλικός όρος:
White asbestos
Μετάφραση:
White asbestos
Ελληνικός όρος:
Λευκόχρυσος
Αγγλικός όρος:
Platinum
Μετάφραση:
Platinum
Ελληνικός όρος:
Λευχαιμία
Αγγλικός όρος:
Leukaemia
Μετάφραση:
Leukaemia
Ελληνικός όρος:
Λίαν οσμηρά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Wastes that have a pungent smell
Μετάφραση:
Wastes that have a pungent smell
Ελληνικός όρος:
Λιγνίτης
Αγγλικός όρος:
Lignite, brown coal
Μετάφραση:
Lignite, brown coal
Ελληνικός όρος:
Λιγροΐνη
Αγγλικός όρος:
Ligroin
Μετάφραση:
Ligroin
Ελληνικός όρος:
Λιθανθρακόπισσα
Αγγλικός όρος:
Coal tar
Μετάφραση:
Coal tar
Ελληνικός όρος:
Λίθιο
Αγγλικός όρος:
Lithium (Li)
Μετάφραση:
Lithium (Li)
Ελληνικός όρος:
Λιθιοβουτυλοχαλκός
Αγγλικός όρος:
Lithium butylcopper
Μετάφραση:
Lithium butylcopper
Ελληνικός όρος:
Λιθιοδιαλκυλοχαλκός
Αγγλικός όρος:
Lithium dialkylcopper
Μετάφραση:
Lithium dialkylcopper
Ελληνικός όρος:
Λιθοδομή μεγάλων λίθων
Αγγλικός όρος:
Working of large wall stones
Μετάφραση:
Working of large wall stones
Ελληνικός όρος:
Λιθοδομή μικρών λίθων
Αγγλικός όρος:
Working of small wall stones
Μετάφραση:
Working of small wall stones
Ελληνικός όρος:
Λιθοπόνιο
Αγγλικός όρος:
Lithopone
Μετάφραση:
Lithopone
Ελληνικός όρος:
Λίμα
Αγγλικός όρος:
File
Μετάφραση:
File
Ελληνικός όρος:
Λιναλόλη
Αγγλικός όρος:
Linalol
Μετάφραση:
Linalol
Ελληνικός όρος:
Λινάρι
Αγγλικός όρος:
Flax
Μετάφραση:
Flax
Ελληνικός όρος:
Λινδάνιο
Αγγλικός όρος:
Lindane
Μετάφραση:
Lindane
Ελληνικός όρος:
Λινελαϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Linoleic acid, cis,cis-9,12-octadecadienoic acid
Μετάφραση:
Linoleic acid, cis,cis-9,12-octadecadienoic acid
Ελληνικός όρος:
Λινελαϊκός τριβουτυλοκασσίτερος
Αγγλικός όρος:
Tributyltin linoleate
Μετάφραση:
Tributyltin linoleate
Ελληνικός όρος:
Λινέλαιο
Αγγλικός όρος:
Linseed oil
Μετάφραση:
Linseed oil
Ελληνικός όρος:
Λινολενικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Linolenic acid
Μετάφραση:
Linolenic acid
Ελληνικός όρος:
Λίπανση
Αγγλικός όρος:
Lubricating
Μετάφραση:
Lubricating
Ελληνικός όρος:
Λιπαντικό
Αγγλικός όρος:
Lubricant, grease
Μετάφραση:
Lubricant, grease
Ελληνικός όρος:
Λιπαρό οξύ ελαίου κολοφωνίου
Αγγλικός όρος:
Tall oil fatty acid
Μετάφραση:
Tall oil fatty acid
Ελληνικός όρος:
Λιπασματοποίηση
Αγγλικός όρος:
Compost plants
Μετάφραση:
Compost plants
Ελληνικός όρος:
Λίπη
Αγγλικός όρος:
Fats
Μετάφραση:
Fats
Ελληνικός όρος:
Λιποπρωτεΐνη
Αγγλικός όρος:
Lipoprotein
Μετάφραση:
Lipoprotein
Ελληνικός όρος:
Λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας
Αγγλικός όρος:
High-density lipoprotein
Μετάφραση:
High-density lipoprotein
Ελληνικός όρος:
Λιπόφιλο
Αγγλικός όρος:
Hydrophobic, lipophilic
Μετάφραση:
Hydrophobic, lipophilic
Ελληνικός όρος:
Λίστα ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Checklist
Μετάφραση:
Checklist
Ελληνικός όρος:
Λιωμένος
Αγγλικός όρος:
Molten
Μετάφραση:
Molten
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική
Αγγλικός όρος:
Logarithmic
Μετάφραση:
Logarithmic
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική κατανομή
Αγγλικός όρος:
Logarithmic distribution
Μετάφραση:
Logarithmic distribution
Ελληνικός όρος:
Λογαριθμική φάση ανάπτυξης
Αγγλικός όρος:
Log phase
Μετάφραση:
Log phase
Ελληνικός όρος:
Λογικά προβλέψιμη κακή χρήση
Αγγλικός όρος:
Reasonably foreseeable misuse
Μετάφραση:
Reasonably foreseeable misuse
Ελληνικός όρος:
Λογικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Logic system
Μετάφραση:
Logic system
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
137
Page
138
Page
139
Page
140
Current page
141
Page
142
Page
143
Page
144
Page
145
…
Next page
››
Last page
τελευταία »