Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 5185 - 5220 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη τάση εξόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum output voltage
Μετάφραση:
Maximum output voltage
Ελληνικός όρος:
Μέγιστη χωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Maximum capacity
Μετάφραση:
Maximum capacity
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο απορρόφησης
Αγγλικός όρος:
Absorption maximum
Μετάφραση:
Absorption maximum
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο επιτρεπτό μεικτό βάρος
Αγγλικός όρος:
Maximum permissible gross mass, MPGM
Μετάφραση:
Maximum permissible gross mass, MPGM
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο επιτρεπτό φορτίο
Αγγλικός όρος:
Maximum permissible load
Μετάφραση:
Maximum permissible load
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο καθαρό βάρος
Αγγλικός όρος:
Maximum net mass
Μετάφραση:
Maximum net mass
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο όριο έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Maximum exposure limit
Μετάφραση:
Maximum exposure limit
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο ρεύμα εισόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum input current
Μετάφραση:
Maximum input current
Ελληνικός όρος:
Μέγιστο ρεύμα εξόδου
Αγγλικός όρος:
Maximum output current
Μετάφραση:
Maximum output current
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Methacrylic acid amide, methacrylic amide
Μετάφραση:
Methacrylic acid amide, methacrylic amide
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλική ρητίνη
Αγγλικός όρος:
Methacrylic resin
Μετάφραση:
Methacrylic resin
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικό αμίδιο
Αγγλικός όρος:
Methacrylic amide, methacrylic acid amide
Μετάφραση:
Methacrylic amide, methacrylic acid amide
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Methacrylic acid, 2-methylpropenoic acid
Μετάφραση:
Methacrylic acid, 2-methylpropenoic acid
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικός αιθυλεστέρας ή αιθυλο-2-μεθυλο-2-προπιονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl methacrylate, ethyl 2-methyl-2-propenoate
Μετάφραση:
Ethyl methacrylate, ethyl 2-methyl-2-propenoate
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικός δωδεκυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dodecyl methacrylate
Μετάφραση:
Dodecyl methacrylate
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl methacrylate
Μετάφραση:
Methyl methacrylate
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλικός τριβουτυλοκασσίτερος
Αγγλικός όρος:
Tributyltin methacrylate
Μετάφραση:
Tributyltin methacrylate
Ελληνικός όρος:
Μεθακρυλονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Methacrylonitrile
Μετάφραση:
Methacrylonitrile
Ελληνικός όρος:
Μεθανάλη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde, methanal, formol
Μετάφραση:
Formaldehyde, methanal, formol
Ελληνικός όρος:
Μεθανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid
Μετάφραση:
Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Methane, marsh gas
Μετάφραση:
Methane, marsh gas
Ελληνικός όρος:
Μεθανοθειόλη
Αγγλικός όρος:
Methyl mercaptan, methanethiol
Μετάφραση:
Methyl mercaptan, methanethiol
Ελληνικός όρος:
Μεθανόλη
Αγγλικός όρος:
Methanol, methyl alcohol, carbinol
Μετάφραση:
Methanol, methyl alcohol, carbinol
Ελληνικός όρος:
Μεθανοσουλφονικός χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper methanesulfonate
Μετάφραση:
Copper methanesulfonate
Ελληνικός όρος:
Μεθειονίνη
Αγγλικός όρος:
Methionine
Μετάφραση:
Methionine
Ελληνικός όρος:
Μεθεναμίνη
Αγγλικός όρος:
Methamin, hexamethylenetetramine
Μετάφραση:
Methamin, hexamethylenetetramine
Ελληνικός όρος:
Μεθιδαθείο
Αγγλικός όρος:
Μethidathion
Μετάφραση:
Μethidathion
Ελληνικός όρος:
Μέθοδοι οπτικών δοκιμών
Αγγλικός όρος:
Optical test methods
Μετάφραση:
Optical test methods
Ελληνικός όρος:
Μέθοδοι Προσδιορισμού Επικίνδυνων Ουσιών
Αγγλικός όρος:
Methods for the Determination of Hazardous Substances, MDHS
Μετάφραση:
Methods for the Determination of Hazardous Substances, MDHS
Ελληνικός όρος:
Μεθοδολογία
Αγγλικός όρος:
Methodology
Μετάφραση:
Methodology
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Method
Μετάφραση:
Method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference method
Μετάφραση:
Reference method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος ανταγωνισμού
Αγγλικός όρος:
Method of competition
Μετάφραση:
Method of competition
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος δέντρου αιτιών
Αγγλικός όρος:
Casual tree method, CTM
Μετάφραση:
Casual tree method, CTM
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος διαλογής
Αγγλικός όρος:
Screening method
Μετάφραση:
Screening method
Ελληνικός όρος:
Μέθοδος δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test method
Μετάφραση:
Test method
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
141
Page
142
Page
143
Page
144
Current page
145
Page
146
Page
147
Page
148
Page
149
…
Next page
››
Last page
τελευταία »