Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 5401 - 5436 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μέσος όρος
Αγγλικός όρος:
Mean, average
Μετάφραση:
Mean, average
Ελληνικός όρος:
Μέσος όρος των τετραγώνων των διαδοχικών διαφορών
Αγγλικός όρος:
Mean square successive differences
Μετάφραση:
Mean square successive differences
Ελληνικός όρος:
Μέσος χρόνος γενεάς
Αγγλικός όρος:
Mean generation time
Μετάφραση:
Mean generation time
Ελληνικός όρος:
Μεσοτίμηση
Αγγλικός όρος:
Averaging
Μετάφραση:
Averaging
Ελληνικός όρος:
Μεσόφιλα
Αγγλικός όρος:
Mesophiles
Μετάφραση:
Mesophiles
Ελληνικός όρος:
Μεσύλιο
Αγγλικός όρος:
Mesyl (Ms)
Μετάφραση:
Mesyl (Ms)
Ελληνικός όρος:
Μέσω ή εντός
Αγγλικός όρος:
Through or into
Μετάφραση:
Through or into
Ελληνικός όρος:
Μετα-
Αγγλικός όρος:
Meta- (m-)
Μετάφραση:
Meta- (m-)
Ελληνικός όρος:
Μετα-ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Meta-analysis
Μετάφραση:
Meta-analysis
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενη αιτία
Αγγλικός όρος:
Change cause
Μετάφραση:
Change cause
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενη συχνότητα και τάση
Αγγλικός όρος:
Varying frequency and voltage
Μετάφραση:
Varying frequency and voltage
Ελληνικός όρος:
Μεταβαλλόμενο περιβάλλον της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Changing world of work
Μετάφραση:
Changing world of work
Ελληνικός όρος:
Μεταβατική διάταξη
Αγγλικός όρος:
Transitional provision
Μετάφραση:
Transitional provision
Ελληνικός όρος:
Μεταβατική κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Transition state
Μετάφραση:
Transition state
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητή
Αγγλικός όρος:
Variable
Μετάφραση:
Variable
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητή εξαρτημένη
Αγγλικός όρος:
Dependent variable
Μετάφραση:
Dependent variable
Ελληνικός όρος:
Μεταβλητότητα
Αγγλικός όρος:
Variability
Μετάφραση:
Variability
Ελληνικός όρος:
Μεταβολές ήσσονος σημασίας
Αγγλικός όρος:
Minor changes
Μετάφραση:
Minor changes
Ελληνικός όρος:
Μεταβολές μείζονος σημασίας
Αγγλικός όρος:
Major changes
Μετάφραση:
Major changes
Ελληνικός όρος:
Μεταβολή της λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Change in operation
Μετάφραση:
Change in operation
Ελληνικός όρος:
Μεταβολικές δυσλειτουργίες
Αγγλικός όρος:
Metabolic disorders
Μετάφραση:
Metabolic disorders
Ελληνικός όρος:
Μεταβολική θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Metabolic heat
Μετάφραση:
Metabolic heat
Ελληνικός όρος:
Μεταβολίτης
Αγγλικός όρος:
Metabolite
Μετάφραση:
Metabolite
Ελληνικός όρος:
Μεταγενέστερος χρήστης
Αγγλικός όρος:
Downstream user, DU
Μετάφραση:
Downstream user, DU
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση
Αγγλικός όρος:
Transmission
Μετάφραση:
Transmission
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση ασθένειας
Αγγλικός όρος:
Infection, contamination
Μετάφραση:
Infection, contamination
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση σφαλμάτων
Αγγλικός όρος:
Propagation of errors
Μετάφραση:
Propagation of errors
Ελληνικός όρος:
Μετάδοση του ήχου
Αγγλικός όρος:
Sound propagation
Μετάφραση:
Sound propagation
Ελληνικός όρος:
Μεταδοσιμότητα δονήσεων
Αγγλικός όρος:
Vibration tranmissibility
Μετάφραση:
Vibration tranmissibility
Ελληνικός όρος:
Μεταδότης
Αγγλικός όρος:
Transmitter
Μετάφραση:
Transmitter
Ελληνικός όρος:
Μεταθεϊώδες νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium metabisulfite (Na2S2O5)
Μετάφραση:
Sodium metabisulfite (Na2S2O5)
Ελληνικός όρος:
Μετακινήσεις στον χώρο εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace transport
Μετάφραση:
Workplace transport
Ελληνικός όρος:
Μετακίνηση σε νέα θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Relocation
Μετάφραση:
Relocation
Ελληνικός όρος:
Μετακινούμενοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Mobile workers
Μετάφραση:
Mobile workers
Ελληνικός όρος:
Μεταλλακτικότητα
Αγγλικός όρος:
Mutagenicity
Μετάφραση:
Mutagenicity
Ελληνικός όρος:
Μετάλλαξη
Αγγλικός όρος:
Mutation
Μετάφραση:
Mutation
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
147
Page
148
Page
149
Page
150
Current page
151
Page
152
Page
153
Page
154
Page
155
…
Next page
››
Last page
τελευταία »