Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 5437 - 5472 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μεταλλαξιγένεση
Αγγλικός όρος:
Mutagenesis
Μετάφραση:
Mutagenesis
Ελληνικός όρος:
Μεταλλαξιγένεση των γεννητικών κυττάρων
Αγγλικός όρος:
Germ cell mutagenicity
Μετάφραση:
Germ cell mutagenicity
Ελληνικός όρος:
Μεταλλαξιγόνο
Αγγλικός όρος:
Mutagen
Μετάφραση:
Mutagen
Ελληνικός όρος:
Μεταλλαξιογόνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Mutagens
Μετάφραση:
Mutagens
Ελληνικός όρος:
Μεταλλαξιογόνο
Αγγλικός όρος:
Mutagenic
Μετάφραση:
Mutagenic
Ελληνικός όρος:
Μεταλλικά οξείδια
Αγγλικός όρος:
Metallic oxides
Μετάφραση:
Metallic oxides
Ελληνικός όρος:
Μεταλλικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Metal compounds
Μετάφραση:
Metal compounds
Ελληνικός όρος:
Μεταλλική επένδυση (πλέγμα)
Αγγλικός όρος:
Metal cladding
Μετάφραση:
Metal cladding
Ελληνικός όρος:
Μεταλλική συσκευασία ελαφρού περιτυπώματος
Αγγλικός όρος:
Light-gauge metal packaging
Μετάφραση:
Light-gauge metal packaging
Ελληνικός όρος:
Μεταλλική ύλη
Αγγλικός όρος:
Metallic material
Μετάφραση:
Metallic material
Ελληνικός όρος:
Μεταλλικό IBC
Αγγλικός όρος:
Metal IBC
Μετάφραση:
Metal IBC
Ελληνικός όρος:
Μεταλλικός σωλήνας
Αγγλικός όρος:
Metal pipe
Μετάφραση:
Metal pipe
Ελληνικός όρος:
Μέταλλο
Αγγλικός όρος:
Metal
Μετάφραση:
Metal
Ελληνικός όρος:
Μεταλλοακετυλίδια
Αγγλικός όρος:
Metal acetylides
Μετάφραση:
Metal acetylides
Ελληνικός όρος:
Μεταλλουργικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Metalworking machinery
Μετάφραση:
Metalworking machinery
Ελληνικός όρος:
Μεταλλουργικά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Metallurgical products
Μετάφραση:
Metallurgical products
Ελληνικός όρος:
Μεταλλουργική βιομηχανία
Αγγλικός όρος:
Metal-working business
Μετάφραση:
Metal-working business
Ελληνικός όρος:
Μεταναστεύοντες εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Migrant workers
Μετάφραση:
Migrant workers
Ελληνικός όρος:
Μετάξι
Αγγλικός όρος:
Silk
Μετάφραση:
Silk
Ελληνικός όρος:
Μεταποίηση
Αγγλικός όρος:
Processing
Μετάφραση:
Processing
Ελληνικός όρος:
Μετασκευασμένο IBC
Αγγλικός όρος:
Remanufactured IBC
Μετάφραση:
Remanufactured IBC
Ελληνικός όρος:
Μετασχηματισμός
Αγγλικός όρος:
Transformation
Μετάφραση:
Transformation
Ελληνικός όρος:
Μετασχηματιστής
Αγγλικός όρος:
Transformer
Μετάφραση:
Transformer
Ελληνικός όρος:
Μετατιθέμενοι εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Relocated workers
Μετάφραση:
Relocated workers
Ελληνικός όρος:
Μετατροπέας
Αγγλικός όρος:
Converter
Μετάφραση:
Converter
Ελληνικός όρος:
Μετατροπέας ρεύματος σε τάση
Αγγλικός όρος:
Current to voltage converter
Μετάφραση:
Current to voltage converter
Ελληνικός όρος:
Μετατροπές
Αγγλικός όρος:
Alterations, conversions
Μετάφραση:
Alterations, conversions
Ελληνικός όρος:
Μετατροπή εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Equipment modification
Μετάφραση:
Equipment modification
Ελληνικός όρος:
Μετατρυγικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Metatartaric acid
Μετάφραση:
Metatartaric acid
Ελληνικός όρος:
Μετάφαση
Αγγλικός όρος:
Metaphase
Μετάφραση:
Metaphase
Ελληνικός όρος:
Μεταφασικά χρωμοσώματα
Αγγλικός όρος:
Metaphase chromosomes
Μετάφραση:
Metaphase chromosomes
Ελληνικός όρος:
Μεταφέρετε τον παθόντα στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή
Αγγλικός όρος:
Remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Μετάφραση:
Remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Ελληνικός όρος:
Μεταφερόμενες φιάλες αερίων
Αγγλικός όρος:
Transportable gas cylinders
Μετάφραση:
Transportable gas cylinders
Ελληνικός όρος:
Μεταφερόμενη συσκευή
Αγγλικός όρος:
Transportable apparatus
Μετάφραση:
Transportable apparatus
Ελληνικός όρος:
Μεταφερόμενο απομονωμένο ενδιάμεσο προϊόν
Αγγλικός όρος:
Transported isolated intermediate
Μετάφραση:
Transported isolated intermediate
Ελληνικός όρος:
Μεταφορά
Αγγλικός όρος:
Carriage, carrying, transportation, transport
Μετάφραση:
Carriage, carrying, transportation, transport
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
148
Page
149
Page
150
Page
151
Current page
152
Page
153
Page
154
Page
155
Page
156
…
Next page
››
Last page
τελευταία »