Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 5761 - 5796 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό της αναπνευστικής οδού
Αγγλικός όρος:
May cause respiratory irritation
Μετάφραση:
May cause respiratory irritation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
May cause sensitization by inhalation and skin contact
Μετάφραση:
May cause sensitization by inhalation and skin contact
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ή αναζωπυρώσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
May cause or intensify fire
Μετάφραση:
May cause or intensify fire
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει θάνατο σε περίπτωση κατάποσης και διείσδυσης στις αναπνευστικές οδούς
Αγγλικός όρος:
May be fatal if swallowed and enters airways
Μετάφραση:
May be fatal if swallowed and enters airways
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
May cause cancer by inhalation
Μετάφραση:
May cause cancer by inhalation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει κληρονομικές γενετικές βλάβες
Αγγλικός όρος:
May cause heritable genetic damage
Μετάφραση:
May cause heritable genetic damage
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the environment
Μετάφραση:
May cause long-term adverse effects in the environment
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Μετάφραση:
May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες επιπτώσεις, στους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος:
May cause long lasting harmful effects to aquatic life
Μετάφραση:
May cause long lasting harmful effects to aquatic life
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά ή έκρηξη˙ ισχυρό οξειδωτικό
Αγγλικός όρος:
May cause fire or explosion; strong oxidizer
Μετάφραση:
May cause fire or explosion; strong oxidizer
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει υπνηλία ή ζάλη
Αγγλικός όρος:
May cause drowsiness or dizziness
Μετάφραση:
May cause drowsiness or dizziness
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια
Αγγλικός όρος:
May form explosive peroxides
Μετάφραση:
May form explosive peroxides
Ελληνικός όρος:
Μπορελίωση
Αγγλικός όρος:
Borreliosis
Μετάφραση:
Borreliosis
Ελληνικός όρος:
Μπότες ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety boots
Μετάφραση:
Safety boots
Ελληνικός όρος:
Μπρούτζος
Αγγλικός όρος:
Bronze
Μετάφραση:
Bronze
Ελληνικός όρος:
Μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο
Αγγλικός όρος:
Myelodysplastic syndrome
Μετάφραση:
Myelodysplastic syndrome
Ελληνικός όρος:
Μυελοϋπερπλαστικό σύνδρομο
Αγγλικός όρος:
Myeloproliferative
Μετάφραση:
Myeloproliferative
Ελληνικός όρος:
Μύες
Αγγλικός όρος:
Muscles
Μετάφραση:
Muscles
Ελληνικός όρος:
Μυκαρόζη
Αγγλικός όρος:
Mycarose
Μετάφραση:
Mycarose
Ελληνικός όρος:
Μύκητες
Αγγλικός όρος:
Molds, moulds, fungi
Μετάφραση:
Molds, moulds, fungi
Ελληνικός όρος:
Μυκητοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Fungicides
Μετάφραση:
Fungicides
Ελληνικός όρος:
Μυκοτοξίνες
Αγγλικός όρος:
Mycotoxins
Μετάφραση:
Mycotoxins
Ελληνικός όρος:
Μύλος
Αγγλικός όρος:
Mill
Μετάφραση:
Mill
Ελληνικός όρος:
Μυοκτονία
Αγγλικός όρος:
Deratting
Μετάφραση:
Deratting
Ελληνικός όρος:
Μυοσίνη
Αγγλικός όρος:
Myosin
Μετάφραση:
Myosin
Ελληνικός όρος:
Μυοσκελετικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Musculoskeletal disorders, MSDs
Μετάφραση:
Musculoskeletal disorders, MSDs
Ελληνικός όρος:
Μυοσκελετικές παθήσεις που σχετίζονται με την εργασία
Αγγλικός όρος:
Work-related musculoskeletal disorders
Μετάφραση:
Work-related musculoskeletal disorders
Ελληνικός όρος:
Μυριστικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Myristic acid or tetradecanoic acid
Μετάφραση:
Myristic acid or tetradecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκική αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde, methanal, formol
Μετάφραση:
Formaldehyde, methanal, formol
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium formate
Μετάφραση:
Ammonium formate
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid
Μετάφραση:
Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl formate
Μετάφραση:
Ethyl formate
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικός μεθυλεστέρας ή μυρμηκικό μεθύλιο ή μεθανικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl formate or methyl methanoate
Μετάφραση:
Methyl formate or methyl methanoate
Ελληνικός όρος:
Μυρσένιο
Αγγλικός όρος:
Myrcene
Μετάφραση:
Myrcene
Ελληνικός όρος:
Μύτη
Αγγλικός όρος:
Nose
Μετάφραση:
Nose
Ελληνικός όρος:
Να αποφεύγεται άλεση/κρούση/…/τριβή
Αγγλικός όρος:
Do not subject to grinding/shock/…/friction
Μετάφραση:
Do not subject to grinding/shock/…/friction
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
157
Page
158
Page
159
Page
160
Current page
161
Page
162
Page
163
Page
164
Page
165
…
Next page
››
Last page
τελευταία »