Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6301 - 6336 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Οργανοχλωριωμένα
Αγγλικός όρος:
Organochlorines
Μετάφραση:
Organochlorines
Ελληνικός όρος:
Οργάνωση
Αγγλικός όρος:
Organization, organisation
Μετάφραση:
Organization, organisation
Ελληνικός όρος:
Οργάνωση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Organisation of work, work organization
Μετάφραση:
Organisation of work, work organization
Ελληνικός όρος:
Οργάνωση κατάρτισης
Αγγλικός όρος:
Training organisation
Μετάφραση:
Training organisation
Ελληνικός όρος:
Οργάνωση Φινλανδικών Προτύπων
Αγγλικός όρος:
Finnish Standards Association
Μετάφραση:
Finnish Standards Association
Ελληνικός όρος:
Οργανωτική αγωγή
Αγγλικός όρος:
Organisational culture
Μετάφραση:
Organisational culture
Ελληνικός όρος:
Οργανωτική δομή
Αγγλικός όρος:
Organisational structure
Μετάφραση:
Organisational structure
Ελληνικός όρος:
Οργανωτικό κλίμα
Αγγλικός όρος:
Organisational climate
Μετάφραση:
Organisational climate
Ελληνικός όρος:
Ορείχαλκος
Αγγλικός όρος:
Brass
Μετάφραση:
Brass
Ελληνικός όρος:
Ορθή εργαστηριακή πρακτική
Αγγλικός όρος:
Good laboratory practice, GLP
Μετάφραση:
Good laboratory practice, GLP
Ελληνικός όρος:
Όρθια στάση
Αγγλικός όρος:
Standing
Μετάφραση:
Standing
Ελληνικός όρος:
Ορθό
Αγγλικός όρος:
Correct
Μετάφραση:
Correct
Ελληνικός όρος:
Ορθο-
Αγγλικός όρος:
Ortho- (o-)
Μετάφραση:
Ortho- (o-)
Ελληνικός όρος:
Ορθοπεδική
Αγγλικός όρος:
Orthopedics
Μετάφραση:
Orthopedics
Ελληνικός όρος:
Ορθότητα
Αγγλικός όρος:
Trueness
Μετάφραση:
Trueness
Ελληνικός όρος:
Ορθοφωσφορικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Orthophosphoric acid, phosphoric acid
Μετάφραση:
Orthophosphoric acid, phosphoric acid
Ελληνικός όρος:
Όρια εκρηκτικότητας
Αγγλικός όρος:
Explosion limits
Μετάφραση:
Explosion limits
Ελληνικός όρος:
Όρια εμπιστοσύνης
Αγγλικός όρος:
Confidence limits
Μετάφραση:
Confidence limits
Ελληνικός όρος:
Όρια προειδοποίησης
Αγγλικός όρος:
Warning limits
Μετάφραση:
Warning limits
Ελληνικός όρος:
Οριακές τιμές έκπλυσης
Αγγλικός όρος:
Leaching limit values
Μετάφραση:
Leaching limit values
Ελληνικός όρος:
Οριακές τιμές εκπομπής
Αγγλικός όρος:
Emission limit values
Μετάφραση:
Emission limit values
Ελληνικός όρος:
Οριακές τιμές επαγγελματικής έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Occupational exposure limit values
Μετάφραση:
Occupational exposure limit values
Ελληνικός όρος:
Οριακές τιμές μικρής διάρκειας έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Maximum acceptable concentration
Μετάφραση:
Maximum acceptable concentration
Ελληνικός όρος:
Οριακή μέση τιμή
Αγγλικός όρος:
Limiting mean
Μετάφραση:
Limiting mean
Ελληνικός όρος:
Οριακή συγκέντρωση οξυγόνου
Αγγλικός όρος:
Limiting oxygen concentration
Μετάφραση:
Limiting oxygen concentration
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Exposure limit value
Μετάφραση:
Exposure limit value
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή έκθεσης – Χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή (των Αμερικανών υγιεινολόγων)
Αγγλικός όρος:
Threshold limit values – Time weighted average (TLV - TWA)
Μετάφραση:
Threshold limit values – Time weighted average (TLV - TWA)
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή έκθεσης μικρής διάρκειας
Αγγλικός όρος:
Short - term exposure limit
Μετάφραση:
Short - term exposure limit
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή- Οριακή Τιμή Έκθεσης Μικρής Διάρκειας (των Αμερικανών Υγιεινολόγων)
Αγγλικός όρος:
Threshold Limit Value - Short -Term Exposure Limit (TLV-STEL)
Μετάφραση:
Threshold Limit Value - Short -Term Exposure Limit (TLV-STEL)
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή οροφής
Αγγλικός όρος:
Ceiling value
Μετάφραση:
Ceiling value
Ελληνικός όρος:
Οριακή τιμή- χρονικά σταθμισμένη μέση τιμή
Αγγλικός όρος:
Threshold limit value -time weighted average
Μετάφραση:
Threshold limit value -time weighted average
Ελληνικός όρος:
Όριο ανιχνευσιμότητας, όριο ανίχνευσης
Αγγλικός όρος:
Detection limit, limit of detection, LOD
Μετάφραση:
Detection limit, limit of detection, LOD
Ελληνικός όρος:
Όριο απόφασης
Αγγλικός όρος:
Decision limit
Μετάφραση:
Decision limit
Ελληνικός όρος:
Όριο γραμμικότητας
Αγγλικός όρος:
Limit of linearity, LOL
Μετάφραση:
Limit of linearity, LOL
Ελληνικός όρος:
Όριο εκρηκτικότητας
Αγγλικός όρος:
Explosion limit
Μετάφραση:
Explosion limit
Ελληνικός όρος:
Όριο ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control limit
Μετάφραση:
Control limit
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
172
Page
173
Page
174
Page
175
Current page
176
Page
177
Page
178
Page
179
Page
180
…
Next page
››
Last page
τελευταία »