Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6373 - 6408 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ουραιμία
Αγγλικός όρος:
Uremia
Μετάφραση:
Uremia
Ελληνικός όρος:
Ουρακίλη
Αγγλικός όρος:
Uracil
Μετάφραση:
Uracil
Ελληνικός όρος:
Ουράνιο
Αγγλικός όρος:
Uranium
Μετάφραση:
Uranium
Ελληνικός όρος:
Ουρεάση
Αγγλικός όρος:
Urease
Μετάφραση:
Urease
Ελληνικός όρος:
Ουρεθάνη ή καρβαμιδικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Urethane or ethyl carbamate
Μετάφραση:
Urethane or ethyl carbamate
Ελληνικός όρος:
Ουρήθρα
Αγγλικός όρος:
Urethra
Μετάφραση:
Urethra
Ελληνικός όρος:
Ούρηση
Αγγλικός όρος:
Urination
Μετάφραση:
Urination
Ελληνικός όρος:
Ουρία ή καρβαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Urea or carbamide
Μετάφραση:
Urea or carbamide
Ελληνικός όρος:
Ουρίδια
Αγγλικός όρος:
Ureides
Μετάφραση:
Ureides
Ελληνικός όρος:
Ουροδόχος κύστη
Αγγλικός όρος:
Bladder
Μετάφραση:
Bladder
Ελληνικός όρος:
Ουρονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Uronic acid
Μετάφραση:
Uronic acid
Ελληνικός όρος:
Ουσία που διαβρώνει τα μέταλλα
Αγγλικός όρος:
Substance corrosive to metals
Μετάφραση:
Substance corrosive to metals
Ελληνικός όρος:
Ουσία που όταν έρθει σε επαφή με το νερό εκλύει εύφλεκτο αέριο
Αγγλικός όρος:
Substance which in contact with water emits flammable gas
Μετάφραση:
Substance which in contact with water emits flammable gas
Ελληνικός όρος:
Ουσιαστική μεταβολή
Αγγλικός όρος:
Substantial change
Μετάφραση:
Substantial change
Ελληνικός όρος:
Ουσιαστική περίληψη μελέτης ΟΠΜ
Αγγλικός όρος:
Robust study summary (RSS)
Μετάφραση:
Robust study summary (RSS)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες άγνωστης ή ασταθούς σύνθεσης, προϊόντα πολύπλοκων αντιδράσεων ή βιολογικά υλικά
Αγγλικός όρος:
Substances of Unknown or Variable Composition, Complex reaction products or Biological materials (UVCB substance)
Μετάφραση:
Substances of Unknown or Variable Composition, Complex reaction products or Biological materials (UVCB substance)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες επιβλαβείς για το περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Environmentally hazardous substances
Μετάφραση:
Environmentally hazardous substances
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που απαντούν στη φύση
Αγγλικός όρος:
Substances which occur in nature
Μετάφραση:
Substances which occur in nature
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που δρουν επιφανειακά
Αγγλικός όρος:
Surfactants
Μετάφραση:
Surfactants
Ελληνικός όρος:
Ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία
Αγγλικός όρος:
Substances of very high concern (SVHC)
Μετάφραση:
Substances of very high concern (SVHC)
Ελληνικός όρος:
Ουσίες τοξικές για την αναπαραγωγή
Αγγλικός όρος:
Reprotoxic substances
Μετάφραση:
Reprotoxic substances
Ελληνικός όρος:
Ουσίες υπό τελωνιακή επιτήρηση
Αγγλικός όρος:
Substances under customs supervision
Μετάφραση:
Substances under customs supervision
Ελληνικός όρος:
Οφειλόμενο κλάσμα για τον πληθυσμό
Αγγλικός όρος:
Attributable fraction
Μετάφραση:
Attributable fraction
Ελληνικός όρος:
Οφειλόμενος κίνδυνος, αποδοτέος
Αγγλικός όρος:
Attributable risk
Μετάφραση:
Attributable risk
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμικός
Αγγλικός όρος:
Occular
Μετάφραση:
Occular
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμικός ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
Eye irritation
Μετάφραση:
Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμολογική εξέταση
Αγγλικός όρος:
Ophthalmological examination
Μετάφραση:
Ophthalmological examination
Ελληνικός όρος:
Οφθαλμός
Αγγλικός όρος:
Eye
Μετάφραση:
Eye
Ελληνικός όρος:
Όχημα δεξαμενή, βυτιοφόρο όχημα
Αγγλικός όρος:
Tank-vehicle
Μετάφραση:
Tank-vehicle
Ελληνικός όρος:
Όχημα με κάλυμμα
Αγγλικός όρος:
Sheeted vehicle
Μετάφραση:
Sheeted vehicle
Ελληνικός όρος:
Όχημα με κινητήρα εσωτερικής καύσης
Αγγλικός όρος:
Internal combustion engine powered truck
Μετάφραση:
Internal combustion engine powered truck
Ελληνικός όρος:
Όχημα μεταφοράς συστοιχίας δοχείων
Αγγλικός όρος:
Battery-vehicle
Μετάφραση:
Battery-vehicle
Ελληνικός όρος:
Οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους
Αγγλικός όρος:
End-of-life vehicles
Μετάφραση:
End-of-life vehicles
Ελληνικός όρος:
Όχι πλέον πολυμερές
Αγγλικός όρος:
No-longer polymer, NLP
Μετάφραση:
No-longer polymer, NLP
Ελληνικός όρος:
Οχληρός
Αγγλικός όρος:
Intrusive
Μετάφραση:
Intrusive
Ελληνικός όρος:
Όψη
Αγγλικός όρος:
Appearance
Μετάφραση:
Appearance
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
174
Page
175
Page
176
Page
177
Current page
178
Page
179
Page
180
Page
181
Page
182
…
Next page
››
Last page
τελευταία »