Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6481 - 6516 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Παράλυση των νεύρων λόγω πίεσης
Αγγλικός όρος:
Paralysis of the nerves due to pressure
Μετάφραση:
Paralysis of the nerves due to pressure
Ελληνικός όρος:
Παραμένοντες οργανικοί ρύποι
Αγγλικός όρος:
Persistent organic pollutants
Μετάφραση:
Persistent organic pollutants
Ελληνικός όρος:
Παράμετροι κλινικής πρακτικής
Αγγλικός όρος:
Practice parameters
Μετάφραση:
Practice parameters
Ελληνικός όρος:
Παραμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Deformation
Μετάφραση:
Deformation
Ελληνικός όρος:
Παραπροϊόντα γαιάνθρακα
Αγγλικός όρος:
Coal by-products
Μετάφραση:
Coal by-products
Ελληνικός όρος:
Παράρτημα
Αγγλικός όρος:
Annex
Μετάφραση:
Annex
Ελληνικός όρος:
Παράσιτα
Αγγλικός όρος:
Parasites
Μετάφραση:
Parasites
Ελληνικός όρος:
Παρασιτικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Parasitic diseases
Μετάφραση:
Parasitic diseases
Ελληνικός όρος:
Παρασιτοκτόνο
Αγγλικός όρος:
Parasiticide
Μετάφραση:
Parasiticide
Ελληνικός όρος:
Παρασκεύασμα
Αγγλικός όρος:
Preparation
Μετάφραση:
Preparation
Ελληνικός όρος:
Παρασκευαστής
Αγγλικός όρος:
Formulator, manufacturer
Μετάφραση:
Formulator, manufacturer
Ελληνικός όρος:
Παρασκευαστής κατ’ ανάθεση
Αγγλικός όρος:
Toll manufacturer (or tolling)
Μετάφραση:
Toll manufacturer (or tolling)
Ελληνικός όρος:
Παρασκευή
Αγγλικός όρος:
Manufacturing, preparation
Μετάφραση:
Manufacturing, preparation
Ελληνικός όρος:
Παρατεταμένη έκθεση
Αγγλικός όρος:
Prolonged exposure
Μετάφραση:
Prolonged exposure
Ελληνικός όρος:
Παρατεταμένη έκθεση μπορεί να προκαλέσει ξηρότητα δέρματος ή σκάσιμο
Αγγλικός όρος:
Repeated exposure may cause skin dryness or cracking
Μετάφραση:
Repeated exposure may cause skin dryness or cracking
Ελληνικός όρος:
Παρατήρηση
Αγγλικός όρος:
Observation
Μετάφραση:
Observation
Ελληνικός όρος:
Παρατήρηση κατά την επιθεώρηση της ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality audit observation
Μετάφραση:
Quality audit observation
Ελληνικός όρος:
Παρατηρητήριο των κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Risk observatory
Μετάφραση:
Risk observatory
Ελληνικός όρος:
Παραφίνες
Αγγλικός όρος:
Paraffins, alkanes
Μετάφραση:
Paraffins, alkanes
Ελληνικός όρος:
Παραφορμαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Paraformaldehyde
Μετάφραση:
Paraformaldehyde
Ελληνικός όρος:
Παρέκκλιση απαιτήσεων
Αγγλικός όρος:
Derogation from the requirements
Μετάφραση:
Derogation from the requirements
Ελληνικός όρος:
Παρεμβατικός
Αγγλικός όρος:
Invasive
Μετάφραση:
Invasive
Ελληνικός όρος:
Παρεμβολή
Αγγλικός όρος:
Intercept, interpolation
Μετάφραση:
Intercept, interpolation
Ελληνικός όρος:
Παρεμβολή στο πλαίσιο μιας κατηγορίας τοξικότητας
Αγγλικός όρος:
Interpolation within one toxicity category
Μετάφραση:
Interpolation within one toxicity category
Ελληνικός όρος:
Παρέμβυσμα
Αγγλικός όρος:
Flange
Μετάφραση:
Flange
Ελληνικός όρος:
Παρέμβυσμα ή τσιμούχα ή στεγανοποιητικός δακτύλιος
Αγγλικός όρος:
Sealing ring
Μετάφραση:
Sealing ring
Ελληνικός όρος:
Παρεμποδιστής καθίζησης
Αγγλικός όρος:
Precipitation inhibitor
Μετάφραση:
Precipitation inhibitor
Ελληνικός όρος:
Παρενόχληση
Αγγλικός όρος:
Mobbing
Μετάφραση:
Mobbing
Ελληνικός όρος:
Παρκέτα
Αγγλικός όρος:
Parquetry
Μετάφραση:
Parquetry
Ελληνικός όρος:
Παροχή
Αγγλικός όρος:
Benefit /discharge / flow
Μετάφραση:
Benefit /discharge / flow
Ελληνικός όρος:
Παροχή αέρα
Αγγλικός όρος:
Air flow rate
Μετάφραση:
Air flow rate
Ελληνικός όρος:
Παροχή βοήθειας σχετικά με τις θέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Placement assistance
Μετάφραση:
Placement assistance
Ελληνικός όρος:
Παροχή ιατρικών υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Medical provision
Μετάφραση:
Medical provision
Ελληνικός όρος:
Παροχή υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Service delivery
Μετάφραση:
Service delivery
Ελληνικός όρος:
Παροχή/ επιθυμητό προϊόν ανά μονάδα χρόνου
Αγγλικός όρος:
Throughput
Μετάφραση:
Throughput
Ελληνικός όρος:
Πάροχος επαγγελματικών υπηρεσιών
Αγγλικός όρος:
Professional service provider
Μετάφραση:
Professional service provider
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
177
Page
178
Page
179
Page
180
Current page
181
Page
182
Page
183
Page
184
Page
185
…
Next page
››
Last page
τελευταία »