Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6733 - 6768 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πληρωτής
Αγγλικός όρος:
Filler
Μετάφραση:
Filler
Ελληνικός όρος:
Πλοίο
Αγγλικός όρος:
Vessel
Μετάφραση:
Vessel
Ελληνικός όρος:
Πλουτώνιο
Αγγλικός όρος:
Ploutonium
Μετάφραση:
Ploutonium
Ελληνικός όρος:
Πλύνετε …σχολαστικά μετά το χειρισμό
Αγγλικός όρος:
Wash … thoroughly after handling
Μετάφραση:
Wash … thoroughly after handling
Ελληνικός όρος:
Πλύνετε απαλά με άφθονο νερό και σαπούνι
Αγγλικός όρος:
Gently wash with plenty of soap and water
Μετάφραση:
Gently wash with plenty of soap and water
Ελληνικός όρος:
Πλύνετε τα μολυσμένα ενδύματα πριν τα ξαναχρησιμοποιήσετε
Αγγλικός όρος:
Wash contaminated clothing before reuse
Μετάφραση:
Wash contaminated clothing before reuse
Ελληνικός όρος:
Πλωτή δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Floating dock
Μετάφραση:
Floating dock
Ελληνικός όρος:
Πλωτός γερανός
Αγγλικός όρος:
Float crane
Μετάφραση:
Float crane
Ελληνικός όρος:
ΠΝεπτούνιο
Αγγλικός όρος:
Neptunium (Np)
Μετάφραση:
Neptunium (Np)
Ελληνικός όρος:
Πνευματική ιδιοκτησία
Αγγλικός όρος:
Intellectual Property, IP
Μετάφραση:
Intellectual Property, IP
Ελληνικός όρος:
Πνεύμονας
Αγγλικός όρος:
Lung
Μετάφραση:
Lung
Ελληνικός όρος:
Πνεύμονας καλλιεργητών μανιταριών
Αγγλικός όρος:
Mushroom workers lung
Μετάφραση:
Mushroom workers lung
Ελληνικός όρος:
Πνευμονικές ινώσεις που οφείλονται σε μέταλλα που δεν περιλαμβάνονται στον ευρωπαϊκό κατάλογο
Αγγλικός όρος:
Pulmonary fibroses due to metals not included in the European schedule
Μετάφραση:
Pulmonary fibroses due to metals not included in the European schedule
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική ίνωση
Αγγλικός όρος:
Lung fibrosis, pulmonary fibrosis
Μετάφραση:
Lung fibrosis, pulmonary fibrosis
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Lung function, pulmonary function
Μετάφραση:
Lung function, pulmonary function
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική πάθηση προκαλούμενη από την εισπνοή σκόνης ή ινών βαμβακιού, λίνου, καναβιού, γιούτας, σιζάλ και βαγάσσης
Αγγλικός όρος:
Lung diseases caused by the inhalation of dusts and fibres from cotton, flax, hemp, jute, sisal and bagasse
Μετάφραση:
Lung diseases caused by the inhalation of dusts and fibres from cotton, flax, hemp, jute, sisal and bagasse
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Pulmonary toxicology
Μετάφραση:
Pulmonary toxicology
Ελληνικός όρος:
Πνευμονική φυματίωση
Αγγλικός όρος:
Pulmonary tuberculosis
Μετάφραση:
Pulmonary tuberculosis
Ελληνικός όρος:
Πνευμονικό οίδημα
Αγγλικός όρος:
Lung edema, pulmonary edema
Μετάφραση:
Lung edema, pulmonary edema
Ελληνικός όρος:
Πνευμονοκονιάσεις οφειλόμενες σε σκόνες πυριτικών ορυκτών
Αγγλικός όρος:
Pneumoconioses caused by dusts of silicates
Μετάφραση:
Pneumoconioses caused by dusts of silicates
Ελληνικός όρος:
Πνευμονοκονίωση
Αγγλικός όρος:
Pneumoconiosis
Μετάφραση:
Pneumoconiosis
Ελληνικός όρος:
Πνευμονοκονίωση ανθρακορύχων
Αγγλικός όρος:
Coal workers' pneumonoconiosis, CWP
Μετάφραση:
Coal workers' pneumonoconiosis, CWP
Ελληνικός όρος:
Πνιγμός
Αγγλικός όρος:
Drowning
Μετάφραση:
Drowning
Ελληνικός όρος:
Πόδι
Αγγλικός όρος:
Foot
Μετάφραση:
Foot
Ελληνικός όρος:
Ποικιλία
Αγγλικός όρος:
Variety
Μετάφραση:
Variety
Ελληνικός όρος:
Ποινή
Αγγλικός όρος:
Penalty
Μετάφραση:
Penalty
Ελληνικός όρος:
Ποινικές κυρώσεις (διώξεις)
Αγγλικός όρος:
Prosecutions
Μετάφραση:
Prosecutions
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα αέρα
Αγγλικός όρος:
Air quality
Μετάφραση:
Air quality
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα εργασίας
Αγγλικός όρος:
Quality of work, job quality
Μετάφραση:
Quality of work, job quality
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα ζωής
Αγγλικός όρος:
Quality of life
Μετάφραση:
Quality of life
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα νερού
Αγγλικός όρος:
Water quality
Μετάφραση:
Water quality
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα παραγωγής
Αγγλικός όρος:
Production quality
Μετάφραση:
Production quality
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης
Αγγλικός όρος:
Quality of health care
Μετάφραση:
Quality of health care
Ελληνικός όρος:
Ποιότητα των προϊόντων
Αγγλικός όρος:
Product quality
Μετάφραση:
Product quality
Ελληνικός όρος:
Ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά
Αγγλικός όρος:
Qualitative and quantitative characteristics
Μετάφραση:
Qualitative and quantitative characteristics
Ελληνικός όρος:
Ποιοτικά περιβαλλοντικά πρότυπα
Αγγλικός όρος:
Environmental quality standards (EQSs)
Μετάφραση:
Environmental quality standards (EQSs)
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
184
Page
185
Page
186
Page
187
Current page
188
Page
189
Page
190
Page
191
Page
192
…
Next page
››
Last page
τελευταία »