Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6877 - 6912 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πρασινοδύμιο
Αγγλικός όρος:
Praseodymium
Μετάφραση:
Praseodymium
Ελληνικός όρος:
Πρατήρια καυσίμων
Αγγλικός όρος:
Petrol stations
Μετάφραση:
Petrol stations
Ελληνικός όρος:
Πρεγνανεόνη
Αγγλικός όρος:
Pregnaneone
Μετάφραση:
Pregnaneone
Ελληνικός όρος:
Πρενιτόλιο
Αγγλικός όρος:
Prehnitene, 1,2,3,4-tetramethylbenzene
Μετάφραση:
Prehnitene, 1,2,3,4-tetramethylbenzene
Ελληνικός όρος:
Πρέσα
Αγγλικός όρος:
Press
Μετάφραση:
Press
Ελληνικός όρος:
Πρέσες θερμοκόλλησης
Αγγλικός όρος:
Fusing presses
Μετάφραση:
Fusing presses
Ελληνικός όρος:
Πρέσες σιδερώματος
Αγγλικός όρος:
Ironing presses
Μετάφραση:
Ironing presses
Ελληνικός όρος:
Πριμεβερόζη
Αγγλικός όρος:
Primeverose
Μετάφραση:
Primeverose
Ελληνικός όρος:
Πριν την αρχή της βάρδιας
Αγγλικός όρος:
Prior to shift
Μετάφραση:
Prior to shift
Ελληνικός όρος:
Πριόνι
Αγγλικός όρος:
Saw
Μετάφραση:
Saw
Ελληνικός όρος:
Πριονίδι
Αγγλικός όρος:
Sawdust
Μετάφραση:
Sawdust
Ελληνικός όρος:
Πριονισμός
Αγγλικός όρος:
Sawing
Μετάφραση:
Sawing
Ελληνικός όρος:
Πριονοκορδέλα
Αγγλικός όρος:
Band saw, band sewing machine
Μετάφραση:
Band saw, band sewing machine
Ελληνικός όρος:
Προαγωγή της υγείας
Αγγλικός όρος:
Health promotion
Μετάφραση:
Health promotion
Ελληνικός όρος:
Προαγωγή της υγείας στο χώρο της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace health promotion
Μετάφραση:
Workplace health promotion
Ελληνικός όρος:
Προαιρετικώς αναερόβια
Αγγλικός όρος:
Facultative anaerobes
Μετάφραση:
Facultative anaerobes
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη μέση ψήφος
Αγγλικός όρος:
Predicted mean vote
Μετάφραση:
Predicted mean vote
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη περιβαλλοντική συγκέντρωση
Αγγλικός όρος:
Predicted environmental concentration, PEC
Μετάφραση:
Predicted environmental concentration, PEC
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιπτώσεις
Αγγλικός όρος:
Predicted No Effect Concentrations, PNECs
Μετάφραση:
Predicted No Effect Concentrations, PNECs
Ελληνικός όρος:
Προβλεπόμενο ποσοστό δυσαρέσκειας
Αγγλικός όρος:
Predicted Percentage of Dissatisfied, PPD
Μετάφραση:
Predicted Percentage of Dissatisfied, PPD
Ελληνικός όρος:
Πρόβλεψη
Αγγλικός όρος:
Forecasting
Μετάφραση:
Forecasting
Ελληνικός όρος:
Πρόβλεψη θορύβου
Αγγλικός όρος:
Noise prediction
Μετάφραση:
Noise prediction
Ελληνικός όρος:
Πρόγνωση
Αγγλικός όρος:
Prognosis
Μετάφραση:
Prognosis
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Plan
Μετάφραση:
Plan
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality programme, quality project
Μετάφραση:
Quality programme, quality project
Ελληνικός όρος:
Πρόγραμμα συνεργασίας για παρακολούθηση και αξιολόγηση της σε μεγάλη απόσταση μεταφοράς ατμοσφαιρικών ρύπων στην Ευρώπη
Αγγλικός όρος:
Cooperative Programme for Evaluation and Monitoring of the Long-Range Transmission of Transboundary Air Pollutants in Europe, EMEP
Μετάφραση:
Cooperative Programme for Evaluation and Monitoring of the Long-Range Transmission of Transboundary Air Pollutants in Europe, EMEP
Ελληνικός όρος:
Προγράμματα ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety programs
Μετάφραση:
Safety programs
Ελληνικός όρος:
Προγράμματα κατάρτισης
Αγγλικός όρος:
Training courses
Μετάφραση:
Training courses
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμένη έκλουση ή βαθμιδωτή έκλουση
Αγγλικός όρος:
Gradient elution
Μετάφραση:
Gradient elution
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμός ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety planning
Μετάφραση:
Safety planning
Ελληνικός όρος:
Προγραμματισμός της ροής εργασιών
Αγγλικός όρος:
Planning of the workflow
Μετάφραση:
Planning of the workflow
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραμμένο όριο
Αγγλικός όρος:
Threshold
Μετάφραση:
Threshold
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφές κλινικής πρακτικής
Αγγλικός όρος:
Practice specifications, process specifications
Μετάφραση:
Practice specifications, process specifications
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφές του αέρα στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Occupational Air Requirement, OAR
Μετάφραση:
Occupational Air Requirement, OAR
Ελληνικός όρος:
Προδιαγραφή
Αγγλικός όρος:
Specification
Μετάφραση:
Specification
Ελληνικός όρος:
Προεδρικό διάταγμα
Αγγλικός όρος:
Presidencial decree
Μετάφραση:
Presidencial decree
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
188
Page
189
Page
190
Page
191
Current page
192
Page
193
Page
194
Page
195
Page
196
…
Next page
››
Last page
τελευταία »