Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6985 - 7020 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Προπυλοχλωροϋδρίνη ή 1-χλωρο-2-προπανόλη
Αγγλικός όρος:
Propylene chlorohydrin or 1-chloro-2-propanol
Μετάφραση:
Propylene chlorohydrin or 1-chloro-2-propanol
Ελληνικός όρος:
Προσανατολισμός
Αγγλικός όρος:
Orientation
Μετάφραση:
Orientation
Ελληνικός όρος:
Προσαρμογή
Αγγλικός όρος:
Fitting, adaptation
Μετάφραση:
Fitting, adaptation
Ελληνικός όρος:
Προσαρμογή καμπύλης
Αγγλικός όρος:
Curve fitting
Μετάφραση:
Curve fitting
Ελληνικός όρος:
Προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο
Αγγλικός όρος:
Humanisation of work
Μετάφραση:
Humanisation of work
Ελληνικός όρος:
Πρόσβαση στη δικαιοσύνη
Αγγλικός όρος:
Access to justice
Μετάφραση:
Access to justice
Ελληνικός όρος:
Πρόσβαση στην απασχόληση
Αγγλικός όρος:
Access to employment
Μετάφραση:
Access to employment
Ελληνικός όρος:
Πρόσβαση στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης
Αγγλικός όρος:
Health care access
Μετάφραση:
Health care access
Ελληνικός όρος:
Προσβληθείς
Αγγλικός όρος:
Affected
Μετάφραση:
Affected
Ελληνικός όρος:
Προσβληθείσα περιοχή
Αγγλικός όρος:
Affected area
Μετάφραση:
Affected area
Ελληνικός όρος:
Προσδέσεις
Αγγλικός όρος:
Harnesses
Μετάφραση:
Harnesses
Ελληνικός όρος:
Πρόσδετο (π.χ. στη γενετική)
Αγγλικός όρος:
Adduct
Μετάφραση:
Adduct
Ελληνικός όρος:
Προσδιοριζόμενες χρήσεις και σενάρια έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Identified uses and exposure scenarios
Μετάφραση:
Identified uses and exposure scenarios
Ελληνικός όρος:
Προσδιοριζόμενο συστατικό
Αγγλικός όρος:
Analyte
Μετάφραση:
Analyte
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός
Αγγλικός όρος:
Determination
Μετάφραση:
Determination
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός επικινδυνότητας
Αγγλικός όρος:
Hazard identification
Μετάφραση:
Hazard identification
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός μοριακού βάρους
Αγγλικός όρος:
Molecular weight determination
Μετάφραση:
Molecular weight determination
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός σημείου ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Determination of flash point
Μετάφραση:
Determination of flash point
Ελληνικός όρος:
Προσδιορισμός των κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Hazards identification
Μετάφραση:
Hazards identification
Ελληνικός όρος:
Προσδοκώμενος
Αγγλικός όρος:
Prospective
Μετάφραση:
Prospective
Ελληνικός όρος:
Προσεγγίσεις ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety attitudes
Μετάφραση:
Safety attitudes
Ελληνικός όρος:
Προσθετικές ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Additive properties
Μετάφραση:
Additive properties
Ελληνικός όρος:
Προσθετικός τύπος
Αγγλικός όρος:
Additivity formula
Μετάφραση:
Additivity formula
Ελληνικός όρος:
Προσθέτων σε τρόφιμα
Αγγλικός όρος:
Food additive
Μετάφραση:
Food additive
Ελληνικός όρος:
Προσθήκη νερού ή ενυδάτωση
Αγγλικός όρος:
Addition of water or hydration
Μετάφραση:
Addition of water or hydration
Ελληνικός όρος:
Πρόσκρουση ή χτύπημα
Αγγλικός όρος:
Bump
Μετάφραση:
Bump
Ελληνικός όρος:
Πρόσληψη
Αγγλικός όρος:
Intake
Μετάφραση:
Intake
Ελληνικός όρος:
Πρόσληψη θορύβου
Αγγλικός όρος:
Immission
Μετάφραση:
Immission
Ελληνικός όρος:
Πρόσμειξη
Αγγλικός όρος:
Impurity
Μετάφραση:
Impurity
Ελληνικός όρος:
Πρόσμιξη
Αγγλικός όρος:
Contaminant
Μετάφραση:
Contaminant
Ελληνικός όρος:
Προσομοίωση
Αγγλικός όρος:
Simulation
Μετάφραση:
Simulation
Ελληνικός όρος:
Προσοχή
Αγγλικός όρος:
Attention, warning
Μετάφραση:
Attention, warning
Ελληνικός όρος:
Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά από απόσταση, επειδή υπάρχει κίνδυνος έκρηξης
Αγγλικός όρος:
Fight fire remotely due to the risk of explosion
Μετάφραση:
Fight fire remotely due to the risk of explosion
Ελληνικός όρος:
Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά λαμβάνοντας τις κατάλληλες προφυλάξεις και από εύλογη απόσταση
Αγγλικός όρος:
Fight fire with normal precautions from a reasonable distance
Μετάφραση:
Fight fire with normal precautions from a reasonable distance
Ελληνικός όρος:
Προσρόφηση
Αγγλικός όρος:
Adsorption
Μετάφραση:
Adsorption
Ελληνικός όρος:
Προστασία
Αγγλικός όρος:
Safeguarding, protection, precaution
Μετάφραση:
Safeguarding, protection, precaution
Pagination
First page
« αρχική
Previous page
‹‹
…
Page
191
Page
192
Page
193
Page
194
Current page
195
Page
196
Page
197
Page
198
Page
199
…
Next page
››
Last page
τελευταία »